πελεμίζω: Difference between revisions

From LSJ

φύγωμεν οὖν τὴν συνήθειαν ... ἄγχει τὸν ἄνθρωπον, τῆς ἀληθείας ἀποτρέπει → so let's stay away from the habitual ... it strangles us, turns us away from the truth

Source
(5)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πελεμίζω:''' Επικ. απαρ. <i>-[[έμεν]]</i>· Επικ. αόρ. βʹ <i>πελέμιξα</i> — Παθ., Επικ. παρατ. <i>πελεμίζετο</i>· αόρ. αʹ <i>πελεμίχθην</i>· ([[πάλλω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[κουνώ]], κάνω να τρέμει ή να ριγεί, σε Ομήρ. Ιλ.· [[πελεμίζω]] ([[τόξον]]) [[αγωνίζομαι]] στο [[τόξο]], με σκοπό να το λυγίσω, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., κουνιέμαι, [[τρεμουλιάζω]], [[ριγώ]], σείομαι, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[κινώ]] ή [[σπρώχνω]] κάποιον από τη [[θέση]] του, στο ίδ. — Παθ., <i>χασσάμενος πελεμίχθη</i>, στο ίδ.
|lsmtext='''πελεμίζω:''' Επικ. απαρ. <i>-[[έμεν]]</i>· Επικ. αόρ. βʹ <i>πελέμιξα</i> — Παθ., Επικ. παρατ. <i>πελεμίζετο</i>· αόρ. αʹ <i>πελεμίχθην</i>· ([[πάλλω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[κουνώ]], κάνω να τρέμει ή να ριγεί, σε Ομήρ. Ιλ.· [[πελεμίζω]] ([[τόξον]]) [[αγωνίζομαι]] στο [[τόξο]], με σκοπό να το λυγίσω, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., κουνιέμαι, [[τρεμουλιάζω]], [[ριγώ]], σείομαι, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[κινώ]] ή [[σπρώχνω]] κάποιον από τη [[θέση]] του, στο ίδ. — Παθ., <i>χασσάμενος πελεμίχθη</i>, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''πελεμίζω:''' (эп. aor. πελέμιξα; inf. praes. πελεμιζέμεν; эп. aor. pass. πελεμίχθην) потрясать, сотрясать, колебать (βαθέην ὕλην Hom.): πελεμίζετ᾽ [[Ὄλυμπος]] Hom. всколебался Олимп; [[οὐρίαχος]] πελεμίχθη ἔγχεος Hom. задрожал нижний конец (вонзившегося в землю) копья.
}}
}}

Revision as of 07:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πελεμίζω Medium diacritics: πελεμίζω Low diacritics: πελεμίζω Capitals: ΠΕΛΕΜΙΖΩ
Transliteration A: pelemízō Transliteration B: pelemizō Transliteration C: pelemizo Beta Code: pelemi/zw

English (LSJ)

Ep. inf.

   A -έμεν Il.16.766 : Ep. aor. πελέμιξα 21.176 :— Pass., Hes. Th.458 : Ep. impf. πελεμίζετο Il.8.443 : aor. πελεμίχθην 17.528 :—Ep. Verb, shake, cause to quiver or tremble, βαθέην πελεμιζέμεν ὕλην Il.16.766 ; τρὶς μέν μιν πελέμιξεν 21.176 ; οὐρίαχον πελέμιζεν ἔγχεος 13.443 ; π. [τόξον] struggle at the bow, in order to bend it, Od.21.125 :—Pass., to be shaken, tremble, quake, ὑπὸ ποσσὶ μέγας πελεμίζετ' Ὄλυμπος Il.8.443, cf. Hes. Th.842 ; ὑπὸ βροντῆς πελεμίζεται εὐρεῖα χθών ib.458 ; ἐπὶ δ' οὐρίαχος πελεμίχθη ἔγχεος it quivered, Il. 17.528 ; πελεμίζετο γυῖα θεοῖο Emp.31.    2 shake or drive from his post, Il.16.108 : aor. Pass., χασσάμενος πελεμίχθη 4.535 ; πελεμιζόμενος ὑπὸ λόγχᾳ Pi.N.8.29.

German (Pape)

[Seite 550] (πάλλω), fut. πελεμίξω, aor. pass. ἐπελεμίχθην, bei Hom. stets ohne Augm., wie ἐλελίζω, schwingen, schwenken, in heftige Bewegung versetzen; βαθέην πελεμιζέμεν ὕλην, Il. 16, 766; τρὶς μέν μιν πελέμιξεν, 21, 176, vgl. 13, 443; auch τόξον, den Bogen mit großer Anstrengung zu spannen versuchen, wobei er heftig bewegt werden mußte, Od. 21, 125. – Pass. u. med. sich heftig bewegen, erzittern, erbeben; τῶν δ' ὑπὸ ποσσὶ μέγας πελεμίζετ' Ὄλυμπος, Il. 8, 443; ὁ δὲ χασσάμενος πελεμίχθη, 4, 535, d. i. mit Gewalt zurückgedrängt werden, wie Pind. πελεμιζόμενοι ὑπὸ λόγχᾳ, N. 8, 29, u. sp. D., Paul. Sil. 71 (X, 74) u. öfter in der Anth.

Greek (Liddell-Scott)

πελεμίζω: Ἐπικ. ἀπαρ. -έμεν· Ἐπικ. ἀόρ. πελέμιξα· ― Παθ., Ἡσ. Θεογ. 458·˙Ἐπικ. παρατ. πελεμίζετο· ἀόρ. πελεμίχθην. Ἐπικ. ῥῆμα, ὡς τὸ ἐλελίζω, σείω, κινῶ, κάμνω τι νὰ σείηται ἢ νὰ τρέμῃ, βαθέην πελεμιζέμεν ὕλην Ἱλ. Π. 766˙ τρὶς μέν μιν πελέμιξεν, παρέσεισεν, Φ. 176, πρβλ. Π 108· οὐρίαχον πελέμιξεν ἔγχεος Ν. 443˙ π. [[[τόξον]]], ἀγωνίζομαι ὅπως κάμψω τὸ τόξον, Ὀδ. Φ. 125. ― Παθ., σείομαι, τρέμω, ὑπὸ ποσσὶ μέγας πελεμίζετ’ Ὄλυμπος Ἰλ. Θ. 442, Ἡσ. Θ. 842˙ ὑπὸ βροντῆς πελεμίζεται εὐρεῖα χθὼν αὐτόθι 458˙ ἐπὶ δ’ οὐρίαχος πελεμίχθη ἔγχεος, «ἐκινήθη, ἐσείσθη» (Σχόλ.) Ἰλ. Ρ. 528. 2) κινῶ τινα ἐκ τῆς θέσεως αὐτοῦ, οὐδ’ ἐδύναντο ἀμφ’ αὐτῷ πελεμίχθη Δ. 535, Ε. 626˙ οὕτω, πελεμιζόμενος ὑπὸ λόγχᾳ Πινδ. Ν. 8. 51. (Ἐκ τοῦ πάλλω, παλάμη, συγγενὲς τῷ πόλεμος)˙ ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πελεμίζειν˙ σείειν, κραδαίνειν».

French (Bailly abrégé)

ao. poét. πελέμιξα, ao. Pass. épq. πελεμέχθην;
1 mouvoir avec force : τόξον OD tendre un arc avec force;
2 agiter, secouer, ébranler ; Pass. être agité ou ébranlé fortement;
3 repousser avec force ; à l’ao. Pass. être repoussé avec force.
Étymologie: R.Παλ ou Πελ, agiter ; cf. πάλλω.

English (Autenrieth)

aor. inf. πελεμίξαι, pass. ipf. πελεμίζετο, aor. πελεμίχθη: shake, brandish, make to quiver or quake; σάκος, ὕλην, τόξον, Od. 21.125; pass., quake, quiver, Il. 8.443; esp. and often in aor., be forced back, Il. 4.535.

English (Slater)

πελεμίζω
   1 drive back from one's post [πελεμίζων (coni. Thiersch: πολεμίζων codd.) (O. 9.32) ] ἧ μὰν ἀνόμοιά γε δᾴοισιν ἐν θερμῷ χροὶ ἕλκεα ῥῆξαν πελεμιζόμενοι ὑπ' ἀλεξιμβρότῳ λόγχᾳ (Wakefield e Σ: πολεμιζόμενοι codd.) (N. 8.29)

Greek Monolingual

Α
1. τινάζω κάτι στον αέρα, κινώ δυνατά, σείω, κάνω κάτι να σείεται ή να τρέμει («ὑπὸ βροντής πελεμίζεται εὐρεῑα χθών», Ησίοδ.)
2. κινώ κάποιον από τη θέση του
3. φρ. «πελεμίζω (τόξον)» — προσπαθώ με μεγάλο κόπο να τεντώσω τόξο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πελεμ-ίζω (πρβλ. δνοπαλ-ίζω, ελελ-ίζω) είναι μετωνοματικό παράγωγο ενός αμάρτυρου ουδ. πέλεμα που αντιστοιχεί με αμάρτυρο γερμ. felma (πρβλ. τα συνθ.: γοτθ. us-fil-ma «φοβισμένος, ταραγμένος», αρχ. νορβ. felms - fullr «φρικαλέος»). Οι τ. ανάγονται στη ρίζα pelā- / pelә2- «πρόσκρουση, σύγκρουση» του πέλας και συνδέονται με τα πάλλω / παλ-μός. Αρχική σημ. του ρ. πρέπει να θεωρηθεί η «κραδαίνω το δόρυ» με την έννοια της ετοιμασίας για επίθεση, από όπου η σημ. της λ. πόλεμος, που, κατά επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα της ίδιας ρίζας].

Greek Monotonic

πελεμίζω: Επικ. απαρ. -έμεν· Επικ. αόρ. βʹ πελέμιξα — Παθ., Επικ. παρατ. πελεμίζετο· αόρ. αʹ πελεμίχθην· (πάλλω
1. κουνώ, κάνω να τρέμει ή να ριγεί, σε Ομήρ. Ιλ.· πελεμίζω (τόξον) αγωνίζομαι στο τόξο, με σκοπό να το λυγίσω, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., κουνιέμαι, τρεμουλιάζω, ριγώ, σείομαι, σε Ομήρ. Ιλ.
2. κινώ ή σπρώχνω κάποιον από τη θέση του, στο ίδ. — Παθ., χασσάμενος πελεμίχθη, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

πελεμίζω: (эп. aor. πελέμιξα; inf. praes. πελεμιζέμεν; эп. aor. pass. πελεμίχθην) потрясать, сотрясать, колебать (βαθέην ὕλην Hom.): πελεμίζετ᾽ Ὄλυμπος Hom. всколебался Олимп; οὐρίαχος πελεμίχθη ἔγχεος Hom. задрожал нижний конец (вонзившегося в землю) копья.