Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στέμβω: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στέμβω:''' [[ανακινώ]], [[αναταράζω]], [[σείω]], [[ποδοπατώ]], [[τσαλαπατώ]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''στέμβω:''' [[ανακινώ]], [[αναταράζω]], [[σείω]], [[ποδοπατώ]], [[τσαλαπατώ]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''στέμβω:''' топтать Aesch.
}}
}}

Revision as of 08:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στέμβω Medium diacritics: στέμβω Low diacritics: στέμβω Capitals: ΣΤΕΜΒΩ
Transliteration A: stémbō Transliteration B: stembō Transliteration C: stemvo Beta Code: ste/mbw

English (LSJ)

   A shake about, agitate, A.Fr.440; misuse, handle roughly, Eust.235.8.

German (Pape)

[Seite 934] = στείβω, bes. durch Stampfen erschüttern, Eust.; übtr., mißhandeln, schelten, schmähen.

Greek (Liddell-Scott)

στέμβω: κινῶ ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, σείω, ἀνακινῶ, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 412· κακῶς μεταχειρίζομαι, μετὰ τραχύτητος χειρίζομαι, Εὐστ. 235. 8. (Ἐκ τῆς √ΣΤΕΜΒ ἢ ΣΤΕΜΦ, πρβλ. ἀστεμφής, στέμφυλον. Σανσκρ. stambh, stambh-nômi, stambh-nâmi (fulcio, mnitor), stamb’ -as (postis)· Ἀρχ. Γερμαν. stamph (pilum), stamph-ôn (stampfen, stamp)· ἡ √ΣΤΙΒ, στείβω εἶναι πιθαν. συγγενής, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ στέμφυλον καὶ τῶν μνημονευθεισῶν Τευτον. λέξεων).

French (Bailly abrégé)

c. στείβω.
Étymologie: R. Στεμβ, fouler sous les pieds.

Greek Monolingual

ΜΑ
κινώ εδώ και εκεί, ανακινώ
μσν.
κακομεταχειρίζομαι, υβρίζω, χλευάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. στέ-μ-βω, όπως και οι τ. -στε-μ-φής «στέρεος, αμετακίνητος», στέ-μ-φυλο «πολτώδης μάζα που απομένει μετά τη σύνθλιψη σταφυλιών ή ελιών» και στό-μ-φος / στό-μ-φαξ «ηχηρός, εμφατικός λόγος, λοιδορία», είναι εκφραστικοί τ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, γεγονός που επιβεβαιώνουν αφ' ενός η παρουσία έρρινου ενθήματος -μ- στους περισσότερους τ. (εκτός του τ. στόβος «λοιδορία», που θεωρείται δευτερογενής και μτγν., πρβλ. νύμφη: νύφη) και αφ' ετέρου η εναλλαγή στους τ. άηχου δασέος συμφώνου -φ- και ηχηρού μέσου συμφώνου -δ- (πρβλ. στρεβλός: στρόμβος: στρέφω, θρόμβος: τρέφω, θάμβος: ταφεῖν). Εκτός της Ελληνικής, οι τ. θα μπορούσαν να συνδεθούν με αρχ. άνω γερμ. stampfon και μσν. άνω γερμ. stampfen «χτυπώ, συνθλίβω». Η σύνδεση, εξάλλου, τών τ. με το ρ. στέφω και η αναγωγή τους σε ΙΕ ρίζα steb(h)- «στηρίζω», ενώ μορφολογικά θα μπορούσε να σταθεί, προσκρούει σε σοβαρές σημασιολογικές δυσχέρειες (βλ. και λ. στέφω). Οι σημασιολογικές, άλλωστε, δυσχέρειες εντοπίζονται και στην ίδια τη σημ. του ρ. στέμδω. Αρχική σημ. του ρ. είναι η «σείω, τινάζω, ανακινώ» (πρβλ. -στεμφής «στέρεος, αμετακίνητος»), απ' όπου «προσκρούω, συνθλίβω» στο παράγωγο στέμφυλο(ν) «μάζα που απομένει μετά την σύνθλιψη σταφυλιών ή ελιών». Στη Μεσαιωνική η σημ. του ρ. εξελίχθηκε «ἐπί κακῷ» σε «κακομεταχειρίζομαι, υβρίζω, χλευάζω, λοιδορώ», απ' όπου το παράγωγο στόβος «λοιδορία». Από τη σημ., τέλος, «υβρίζω, χλευάζω» στα παράγωγα στόμφος / στόμφαξ το θ. του ρήματος χρησιμοποιήθηκε με την έννοια «φωνάζω, κραυγάζω» για να δηλώσει το ηχηρό, εμφατικό και επικριτικό ύφος στον λόγο].

Greek Monotonic

στέμβω: ανακινώ, αναταράζω, σείω, ποδοπατώ, τσαλαπατώ, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

στέμβω: топтать Aesch.