κόλυμβος: Difference between revisions

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein

Menander, Monostichoi, 301
(3)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κόλυμβος:''' ὁ<b class="num">1)</b> Arph. = [[κολυμβίς]];<br /><b class="num">2)</b> ныряние, плавание Plat., Anth.
|elrutext='''κόλυμβος:''' ὁ<b class="num">1)</b> Arph. = [[κολυμβίς]];<br /><b class="num">2)</b> ныряние, плавание Plat., Anth.
}}
{{elnl
|elnltext=κόλυμβος -ου, ὁ fuut (watervogel).
}}
}}

Revision as of 10:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόλυμβος Medium diacritics: κόλυμβος Low diacritics: κόλυμβος Capitals: ΚΟΛΥΜΒΟΣ
Transliteration A: kólymbos Transliteration B: kolymbos Transliteration C: kolymvos Beta Code: ko/lumbos

English (LSJ)

ὁ,

   A = κολυμβίς, Ar. Ach.876.    II = κολύμβησις, ἅμιλλα κολύμβου Paus.2.35.1, cf.Str. 16.2.42, AP9.82 (Antip. Thess.), Plu.2.162f (pl.), Herod.Med. ap. Orib.10.39.3, Antyll.ib.6.27.4, X.Ep.3.2.    2 = κολυμβήθρα 1, Hero *Mens.19.

German (Pape)

[Seite 1476] ὁ, der Taucher, Schwimmer, bes. Sp. – Bei Ar. Ach. 875 derselbe Wasservogel wie κολυμβίς. – Das Schwimmen; Antp. Th. 51 (IX, 82); ἁμίλλης κολύμβου Paus. 2, 35, 1.

Greek (Liddell-Scott)

κόλυμβος: ὁ, κολυμβητής, δύτης, Ἀριστοφ. Ἀχ. 876˙ πρβλ. κολυμβίς. ΙΙ. = κολύμβησις, Παυσ. 2. 35, 1, Ἀνθ. Π. 9. 82, Πλούτ. 2. 163Α.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 action de plonger, de nager;
2 plongeon, oiseau.
Étymologie: R. Κρυφ > κλυφ-, κλυβ-, se cacher, s’enfoncer.

Greek Monolingual

ο (AM κόλυμβος)
το πτηνό κολυμβίς
αρχ.-μσν.
κολύμβηση, κολύμπι («ἡ λίμνη... ἀγχιβαθής..., ὥστε μή δεῖν κολύμβου», Παυσ.)
μσν.
δεξαμενή
αρχ.
λουτρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα kol- της ΙΕ ρίζας kel- «σκοτεινός, μαύρος» (πρβλ. κελαινός) και συνδέεται πιθ. με το λατ. columba «περιστέρι». Και οι δύο γλώσσες εμφανίζουν παρέκταση -umb-, της οποίας η αναγωγή σε ΙΕ -on-b(h)- δεν ερμηνεύει ικανοποιητικά το ελλ. -υ-.
ΠΑΡ. κολυμβώ, κολυμβάς / -πάδα
αρχ.
κολύμβαινα, κολυμβίς.
ΣΥΝΘ. αρχ. ακόλυμβος, εὐκόλυμβος, πολυκόλυμβος.

Greek Monotonic

κόλυμβος: ὁ, κολυμβητής, δύτης, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κόλυμβος:1) Arph. = κολυμβίς;
2) ныряние, плавание Plat., Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόλυμβος -ου, ὁ fuut (watervogel).