Τάνταλος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Τάντᾰλος:''' ὁ, [[βασιλιάς]] της Φρυγίας, [[πρόγονος]] των Πελοπιδών, σε Ομήρ. Οδ.· επίθ. [[Ταντάλειος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, αυτός που ανήκει ή αρμόζει στον Τάνταλο, σε Ευρ.· [[Τανταλίδης]], <i>-ου</i>, <i>ὁ</i>, [[υιός]] του Ταντάλου, σε Αισχύλ.· [[Τανταλίς]], <i>-[[ίδος]]</i>, [[κόρη]] του Ταντάλου, δηλ. η [[Νιόβη]], σε Ανθ. (Από το *[[τλάω]], πιθ. σε [[σχέση]] με τη [[μεγάλη]] [[αντοχή]] του [[απέναντι]] στα βάσανα).
|lsmtext='''Τάντᾰλος:''' ὁ, [[βασιλιάς]] της Φρυγίας, [[πρόγονος]] των Πελοπιδών, σε Ομήρ. Οδ.· επίθ. [[Ταντάλειος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, αυτός που ανήκει ή αρμόζει στον Τάνταλο, σε Ευρ.· [[Τανταλίδης]], <i>-ου</i>, <i>ὁ</i>, [[υιός]] του Ταντάλου, σε Αισχύλ.· [[Τανταλίς]], <i>-[[ίδος]]</i>, [[κόρη]] του Ταντάλου, δηλ. η [[Νιόβη]], σε Ανθ. (Από το *[[τλάω]], πιθ. σε [[σχέση]] με τη [[μεγάλη]] [[αντοχή]] του [[απέναντι]] στα βάσανα).
}}
{{elru
|elrutext='''Τάντᾰλος:''' ὁ Тантал<br /><b class="num">1)</b> сын Зевса, царь Фригии, отец Пелопа и Ниобы, участник божественных пиршеств; за разглашение Зевсовых тайн был осужден на вечный голод и вечную жажду в подземном царстве Hom., Pind., Soph., Eur., Plat.;<br /><b class="num">2)</b> сын Тиеста, первый муж Клитемнестры, убитый Агамемноном Eur.
}}
}}

Revision as of 12:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Τάντᾰλος Medium diacritics: Τάνταλος Low diacritics: Τάνταλος Capitals: ΤΑΝΤΑΛΟΣ
Transliteration A: Tántalos Transliteration B: Tantalos Transliteration C: Tantalos Beta Code: *ta/ntalos

English (LSJ)

ὁ, Tantalus, ancestor of the Pelopidae, Od.11.582, etc.;

   A ξυνῆκα γὰρ τοὺς Ταντάλου κήπους τρυγῶν Com.Adesp.530:— Adj. Ταντάλ-ειος, α, ον, also ος, ον (v. infr.), of or belonging to T., οἱ Τ. ἔκγονοι the descendants of T., E.El.1176; Πέλοψ ὁ Τ. Id.IT1, cf. 988, etc.; τιμωρία Ταντάλειος Poet. ap. Plb.4.45.6, cf. Ph.1.512; Τ. δίκας ὑποφέρειν Luc.Am.53; also Ταντᾰλ-εος, α, ον, AP5.235 (Paul. Sil.); Ταντᾰλ-ικός, ή, όν, Man.5.187: Τανταλίδης, ου, ὁ,

   A descendant of Tantalus, A.Ag.1469 (pl., lyr.):Τανταλίς, ίδος,

   A daughter of T., i.e. Niobe, APl.4.134 (Mel.), cf. 131 (Antip.). (Derived by Pl. from ταλάντατος in reference to his endurance of torment, or from ταλαντεία (τανταλεία codd.) in reference to the story of the rock balanced and tottering over his head, Cra.395e; by others from his proverbial wealth, τὰ Ταντάλου τάλαντ' ἐκεῖνα Men.301.6; cf. τανταλίζω.)

Greek (Liddell-Scott)

Τάνταλος: -ου, ὁ, βασιλεὺς τῆς Φρυγίας, πρόγονος τῶν Πελοπιδῶν, Ὀδ. Λ. 582 κἑξ. ― Ἐπίθετ. Ταντάλειος, α, ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν Τάνταλον, Εὐρ. κλπ.· οἱ Ταντ. ἔκγονοι, οἱ ἀπόγονοι, τὰ τέκνα τοῦ Ταντάλου, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1176· Πέλοψ ὁ Ταντ. ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1, πρβλ. 988, κλπ.· τιμωρία Τ. Ποιητὴς παρὰ Πολυβ. 4. 45, 6· Τ. δίκας ὑποφέρειν Λουκ. Ἔρωτ. 53· ― ὡσαύτως Ταντάλεος, α, ον, Ἀνθ. Π. 5. 2, 236· ― Τανταλικός, ή, όν, Μανέθων 5. 187· ― Τανταλίδης, ου, ὁ, υἱὸς τοῦ Ταντάλου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1469· ― Τανταλίς, ίδος, θυγάτηρ τοῦ Ταντάλου, ἡ Νιόβη, Ἀνθ. Πλαν. 134, πρβλ. 131. (Φανερῶς συγγενὲς τῷ *τλάω, τάλαντον, ταλαντεύω, ἢ διὰ τὰ μακρὰ αὐτοῦ παθήματα καὶ τὰς βασάνους ἢ διὰ τὸν μῦθον καθ’ ὃν ἐκρέματο ἢ ἵστατο ταλαντευόμενος ὑπεράνω τοῦ ὕδατος, Πλάτ. Κρατ. 395D· ἢ ὡς ἐκ τοῦ παροιμιώδους πλούτου αὐτοῦ, τὰ Ταντάλου τάλαντ’ ἐκεῖνα Μέναδρ. ἐν «Κυβερνήταις» 1. 6, πρβλ. τανταλίζω).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Tantale :
1 fils de Zeus, roi de Phrygie;
2 fils de Thyeste;
3 autres.
Étymologie: R. Ταλ, supporter, souffrir ; cf. τάλας, τλάω, lat. tollo.

English (Autenrieth)

Tantalus, son of Zeus, and father of Pelops, a king of Sipylus, who revealed the secrets of the gods, and was punished in Hades, Od. 11.582 ff.

English (Slater)

Τᾰνταλος king of Lydia, father of Pelops.
   1 υἱὲ Ταντάλου (O. 1.36) εἰ δὲ δή τιν' ἄνδρα θνατὸν Ὀλύμπου σκοποὶ ἐτίμασαν, ἦν Τάνταλος οὗτος (O. 1.55) ἐπειδὴ τὸν ὑπὲρ κεφαλᾶς γε Ταντάλου λίθον παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός, ἀτόλματον Ἑλλάδι μόχθον (codd.: ]νπαρατις Π: τὸν Ταντάλου coni. Heimsoeth) (I. 8.10)

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
μυθικός βασιλιάς της Φρυγίας, τον οποίο οι θεοί του Ολύμπου καταδίκασαν για την αλαζονεία του σε αιώνια πείνα και δίψα, στον Άδη, καθώς, κάθε φορά που επιχειρούσε να γευθεί έναν καρπό ή να πιει νερό, αυτά εξαφανίζονταν αμέσως από κοντά του
νεοελλ.
1. ως προσηγ. ο τάνταλος
ζωολ. γένος πελαγόμορφων πτηνών με λευκό και ερυθρό πτέρωμα και μελανά στίγματα, το οποίο ζει στις τροπικές περιοχές
2. φρ. «μαρτύριο του Ταντάλου» — η αιώνια πείνα και δίψα στις οποίες καταδικάστηκε ο βασιλιάς Τάνταλος και, κατ' επέκτ., κάθε σκληρή τιμωρία που θυμίζει την παραπάνω καταδίκη
αρχ.
παροιμ. φρ. «ἐπειδὴ τὸν Ταντάλου λίθον τῆς κεφαλῆς ἀπετινάξαμεν» — λεγόταν για ενδεχόμενο σοβαρό κίνδυνο (λεξ. Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αν υποτεθεί ότι το ανθρωπωνύμιο είναι ελλ. προέλευσης, κατά την επικρατέστερη άποψη έχει σχηματιστεί με εκφραστικό διπλασιασμό από το θ. ταλ- της δισύλλαβης ρίζας ταλα- του ταλάσσαι (πρβλ. ταλα-εργός, βλ. λ. τάλας) και ανομοιωτική τροπή του πρώτου -λ- σε -ν-: Τάνταλος < Τάλ-ταλ-ος. Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, το ανθρωπωνύμιο σήμαινε αυτόν που σηκώνει, που κουβαλάει μεγάλο βάρος (πρβλ. Ἄτλας). Κατ' άλλη άποψη, το ανθρωπωνύμιο έχει σχηματιστεί από το υπερθετικό ταλάντατος του τάλας και έχει τη σημ. του πάρα πολύ δοκιμασμένου, του βασανισμένου. Ωστόσο, πολλή πιθανή είναι και η άποψη ότι το ανθρωπωνύμιο δεν είναι ελληνικής προέλευσης].

Greek Monotonic

Τάντᾰλος: ὁ, βασιλιάς της Φρυγίας, πρόγονος των Πελοπιδών, σε Ομήρ. Οδ.· επίθ. Ταντάλειος, , -ον, αυτός που ανήκει ή αρμόζει στον Τάνταλο, σε Ευρ.· Τανταλίδης, -ου, , υιός του Ταντάλου, σε Αισχύλ.· Τανταλίς, -ίδος, κόρη του Ταντάλου, δηλ. η Νιόβη, σε Ανθ. (Από το *τλάω, πιθ. σε σχέση με τη μεγάλη αντοχή του απέναντι στα βάσανα).

Russian (Dvoretsky)

Τάντᾰλος: ὁ Тантал
1) сын Зевса, царь Фригии, отец Пелопа и Ниобы, участник божественных пиршеств; за разглашение Зевсовых тайн был осужден на вечный голод и вечную жажду в подземном царстве Hom., Pind., Soph., Eur., Plat.;
2) сын Тиеста, первый муж Клитемнестры, убитый Агамемноном Eur.