πικραίνω: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(6) |
(3b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πικραίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i> ([[πικρός]])·<br /><b class="num">1.</b> κάνω [[κάτι]] πικάντικο ή πικρό στη [[γεύση]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> μεταφ. στην Παθ., είμαι εξαγριωμένος, [[τρέφω]] [[πικρά]] αισθήματα, σε Πλάτ., Θεόκρ. | |lsmtext='''πικραίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i> ([[πικρός]])·<br /><b class="num">1.</b> κάνω [[κάτι]] πικάντικο ή πικρό στη [[γεύση]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> μεταφ. στην Παθ., είμαι εξαγριωμένος, [[τρέφω]] [[πικρά]] αισθήματα, σε Πλάτ., Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πικραίνω:''' <b class="num">1)</b> делать горьким, pass. становиться горьким (ἐπικράνθησαν τὰ ὕδατα NT);<br /><b class="num">2)</b> раздражать, pass. раздражаться, ожесточаться Plat., Dem. etc. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:12, 1 January 2019
English (LSJ)
A make sharp or keen, esp. to the taste, π. τὴν κοιλίαν make it bitter, Apoc.10.9 :— Pass., τὸ στόμα πικραίνεται Hp.Acut.30: opp. γλυκαίνεσθαι, Arist. Ph.244b20. 2 metaph., embitter, irritate, τὴν ψυχήν LXX Jb.27.2; τὴν ἀκοήν affect it harshly, opp. γλυκαίνω, D.H.Comp.12, 15; make harsh, νόμους cj. in A.Eu.693 :—Pass., to be exasperated, embittered, Pl.Lg.731d, Theoc.5.120; ὁ ζωγράφος πονεῖ τι καὶ π. vexes himself, Antiph.144.3; π. ἐπί τισι LXXEx.16.20; ἔν τισι ib.Ru.1.20; also ἐπικράνθη μοι it grieved me, ib.13. 3 of style, make harsh or rugged, διάλεκτον D.H.Dem.55, cf. 34.
German (Pape)
[Seite 614] spitz, scharf, u., in Bezug auf den Geschmack, herbe, bitter machen; übertr., Mißvergnügen verursachen, auf eine empfindliche Art reizen, erbittern, pass. böse werden, zürnen, Plat. Legg. V, 731 d, ἀκοήν, im Ggstz von γλυκαίνω, D. Hal. C. V. 15; μήτε πικραίνεσθαι μήτε μνησικακεῖν, Dem. epist. 1 p. 633, 8; auch ὁ ζωγράφος πονεῖ τι καὶ πικραίνεται, A ntiphan. com. bei Ath. VI, 258 d, er plagt sich. – Bei den Rhetoren auch vom Ausdrucke, ihn hart, rauh machen, im Ggstz von τρυφεροῖς ὀνόμασι καλλωπίζειν, s. D. Hal. vi Dem. 55.
Greek (Liddell-Scott)
πικραίνω: (πικρὸς) ὡς καὶ νῦν, καθιστῶ τι πικρόν, π. τὴν κοιλίαν, κάμνω αὐτὴν πικράν, Ἀποκάλ. ι΄, 9. ― Παθ., τὸ στόμα πικραίνεται Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 388· ἀντίθετ. τῷ γλυκαίνεσθαι, Ἀριστ. Φυσ. 7. 2, 10 (παράφρ.). 2) μεταφορ., ἐρεθίζω, παραπικραίνω, λυπῶ, ἐξοργίζω, Ἑβδ. (Ἰώβ. ΚΖ΄, 2, κτλ.)· π. τὴν ἀκοὴν λυπεῖν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ γλυκαίνειν, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 1. 2. ― Παθ., πικραίνομαι, Πλάτ. Νόμ. 371D, Θεόκρ. 2. 120· ὁ ζωγράφος πονεῖ τι καὶ π., στενοχωρεῖται, ἀδημονεῖ, Ἀντιφάνης ἐν «Λημνίαις» 2· π. ἐπί τινι Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΙϚ΄, 20). 3) ἐπὶ ὕφους, καθιστῶ αὐτὸ τραχὺ καὶ πικρόν, πικραίνειν τὴν διάλεκτον ὅταν ἀπαιτῶσιν οἱ καιροὶ Διονύσ. Ἁλ. περὶ Δημοσθ. 55, πρβλ. 34.
French (Bailly abrégé)
f. πικρανῶ, ao. ἐπίκρανα, pf. inus.
Pass. f. πικρανθήσομαι, ao. ἐπικράνθην;
rendre amer ; fig. aigrir, irriter ; Pass. s’aigrir, s’irriter.
Étymologie: πικρός.
English (Strong)
from πικρός; to embitter (literally or figuratively): be (make) bitter.
English (Thayer)
future πικράνω; passive, present πικραίνομαι; 1st aorist ἐπικρανθην; (πικρός, which see);
1. properly, to make bitter: τά ὕδατα, passive, τήν κοιλίαν, to produce a bitter taste in the stomach (Vulg. amarico), to embitter, exasperate, i. e. render angry, indignant; passive, to be embittered, irritated (Plato, Demosthenes, others): πρός τινα, Athen. 6, p. 242c.; ἐπί τινα, ἐν τίνι, to visit with bitterness, to grieve (deal bitterly with), παραπικραίνω.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ πικρός
1. προκαλώ σε κάποιον την αίσθηση του πικρού («κατάφαγε αὐτό καὶ πικρανεῑ σου τὴν κοιλίαν», ΚΔ)
2. προκαλώ πικρία, θλίψη σε κάποιον (α. «μέ πίκρανες τόσα χρόνια» β. «ὀ Παντοκράτωρ ὁ πικράνας μου τὴν ψυχήν», ΠΔ)
3. παθ. πικραίνομαι
α) δοκιμάζω την αίσθηση του πικρού (α. «πικράθηκε το στόμα μου» β. «τὸ στόμα πικραίνεται», Ιπποκρ.)
β) νιώθω πικρία, θλίβομαι, λυπάμαι βαθιά (α. «εκεί μέσα εκατοικούσες, πικραμένη, εντροπαλή», Σολωμ..
β. «καὶ ἐπικράνθη ἐπ' αὐτοῑς Μωϋσῆς», ΠΔ)
νεοελλ.
1. πικρίζω, έχω την ιδιότητα του πικρού (α. «τα αγγουράκια πικραίνουν»)
2. καθιστώ πικρό κάτι («αυτή η μηλιά τά πικραίνει τα μήλα της»)
αρχ.
1. (για ύφος) καθιστώ σκληρό, δυσάρεστο («πικραίνειν διάλεκτον», Διον. Αλ.)
2. μέσ. φέρομαι με σκληρότητα σε κάποιον («οἱ ἄνδρες ἀγαπᾱτε τὰς γυναῑκας καὶ μὴ πικραίνεσθε πρὸς αὐτάς», ΚΔ)
3. απρόσ. πικραίνεταί μοι
πικραίνομαι, θλίβομαι («ἐπικράνθη μοι ὑπὲρ ὑμᾱς», ΠΔ)
4. δηλητηριάζω («ἐπίκρανεν αὐτὸν γευσάμενον τῆς σαρκὸς αὐτοῡ», Ιωάνν. Χρυσ.).
Greek Monotonic
πικραίνω: μέλ. -ᾰνῶ (πικρός)·
1. κάνω κάτι πικάντικο ή πικρό στη γεύση, σε Καινή Διαθήκη
2. μεταφ. στην Παθ., είμαι εξαγριωμένος, τρέφω πικρά αισθήματα, σε Πλάτ., Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
πικραίνω: 1) делать горьким, pass. становиться горьким (ἐπικράνθησαν τὰ ὕδατα NT);
2) раздражать, pass. раздражаться, ожесточаться Plat., Dem. etc.