πορφύριος: Difference between revisions
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
(33) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ία, -ον, Α [[πορφύρα]]<br />[[πορφυρός]]. | |mltxt=-ία, -ον, Α [[πορφύρα]]<br />[[πορφυρός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πορφύριος:''' (ῠ) эол. = [[πορφύρεος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:32, 1 January 2019
English (LSJ)
α, ον, Aeol. for πορφύρεος (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
πορφύριος: -η, -ον, Ἀττ. -ῠροῦς, ᾶ, οῦν, Αἰολ. -ύριος· (ἴδε τὴν λ.)· Ι. Ὁμηρικὴ χρῆσις 1) ἐπὶ τῆς τεταραγμένης καὶ ἀνακυκωμένης θαλάσσης (ἴδε ἐν λ. πορφύρω), ὁ ἔχων σκοτεινήν τινα αἴγλην, πιθανῶς ἄνευ ὡρισμένης τινὸς ἐννοίας χρώματος, ὡς τὸ ἠεροειδής, π. ἃλς Ἰλ. Π. 391· π. κῦμα Α. 482, Ὀδ. Β. 428, κτλ. (ἐπὶ ποταμοῦ, Ἰλ. Φ. 326, Ὀδ. Λ. 243)· οὕτω, π. νεφέλη Ἰλ. Ρ. 551· περὶ τοῦ ἐν Εὐρ. Ἀποσπ. (672) χωρίου, ἴδε πορφυρεύς. 2) π. αἷμα Ρ. 361· π. θάνατος, ἐπὶ θανάτου ἐν μάχῃ, Ε. 83, Π. 334, Υ. 477· ἔνθα σημαίνει οὐχὶ ἐρυθρὸν (ὡς τὸ τοῦ Οὐεργιλίου mors purpurea), ἀλλὰ μέλανα, βαθὺν (Ἡσύχ.: «πορφύρεος θάνατος· μέλας, βαθὺς καὶ ταραχώδης)· ― οὕτως ὁ Ὅμηρος λέγει καί, αἷμα κελαινόν, κελαινεφές, θάνατος μέλας. 3) ἐπὶ ὑφασμάτων, ἐνδυμάτων, κλπ., π. φᾶρος Ἰλ. Θ. 221· χλαῖνα Ὀδ. Δ. 115, 154. πέπλοι Ἰλ. Ω. 796· δίπλαξ Γ. 126, Ὀδ. Τ. 242· ῥήγεα Ἰλ. Ω. 645, Ὀδ. Δ. 298· τάπητες Ἰλ. Ι. 200, Ὀδ. Υ. 151· σφαῖρα Ὀδ. Θ. 373· πρβλ. ἁλιπόρφυρος· ― καὶ ἐνταῦθα δὲ δὲν σημαίνει πορφυροῦς, ἢ ἐρυθρός, ἀλλ’ ἁπλῶς σκοτεινός, βαθὺς τὸ χρῶμα, ἄνευ τῆς ἐννοίας τεχνητοῦ τινος χρώματος· διότι τὸ κογχύλιον ἡ πορφύρα ἦτο ἄγνωστος τῷ Ὁμ., οὔτε φαίνεται ὅτι ἐγίνωσκέ τι περὶ τῆς τέχνης τοῦ βάπτειν εἰμὴ ἐν τῇ ἁπλουστάτῃ αὐτῆς μορφῇ, Ἰλ. Δ. 141. 4) ἐπὶ τῆς ἴριδος, Ἰλ. Ρ. 547· ἔνθα φαίνεται ὡς σημαῖνον χρῶμα, ἀλλὰ πιθανῶς σημαίνει μόνον τὸ λαμπρόν, φωτεινόν· οὕτως ἐν Ἰλ. Λ. 26, οἱ ὄφεις ὡς κεκαλυμμένοι ὑπὸ ἀπαστραπτουσῶν λεπίδων ἢ φολίδων παραβάλλονται πρὸς τὴν ἴριδα· ― τοιαύτη πιθανῶς εἶναι ἡ σημασία τοῦ παρ’ Ὁρατίῳ purpurei olores ᾨδ. 4. 1. 10. ― Περὶ τοῦ ὅλου ζητήματος ὅρα πλείονα ἐν λ. πορφύρω, καὶ πρβλ. Gladstone Hom. Stud. 3. 461, 471. II. μεθ’ Ὅμ. (ἐκ τοῦ πορφύρα) ἐπὶ ὡρισμένου χρώματος, βαθὺς κόκκινος, ἔχων χρῶμα «βυσσινὶ» ἢ «μελιτζανί», «μόρικος», Πίνδ. Π. 4. 203, 326, Σιμωνίδ. 44. 12, Ἡρόδ. 1. 50, Τραγικ., κτλ.· τῆς σκιᾶς τὴν π. πρῶτον ἐνυφαίνουσ’· εἶτα... τοῦτ’ ἔστιν οὔτε λευκὸν οὔτε πορφύρα (πρβλ. μεσόλευκος), Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 33. 2) ὁ ἔχων ζωηρὸν κόκκινον χρῶμα, ῥοδόχρους, Λατ. purpureus, π. Ἀφροδίτη Ἀνακρ. 2. 3· στόμα Σιμωνίδ. 72· γνάθοι Φρύνιχ. Τραγ. παρ’ Ἀθην. 604Α· πρβλ. φοῖνιξ Β. 1. 3) ὁ ἐνδεδυμένος πορφυρᾶ, Λουκ. Τίμ. 20. 4) τὰ πορφυρᾶ, πορφυρᾶ χρώματα, Αἰλ. π. Ζ. 17. 33. ― Πρβλ. πόρφυρος.
Greek Monolingual
Russian (Dvoretsky)
πορφύριος: (ῠ) эол. = πορφύρεος.