ὑπεραυξάνω: Difference between revisions

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπεραυξάνω:''' και -[[αύξω]], μέλ. <i>-αυξήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[αυξάνω]] υπέρμετρα — Παθ., αυξάνομαι [[επιπλέον]], σε Ανδοκ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., αυξάνομαι υπερβολικά, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ὑπεραυξάνω:''' και -[[αύξω]], μέλ. <i>-αυξήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[αυξάνω]] υπέρμετρα — Παθ., αυξάνομαι [[επιπλέον]], σε Ανδοκ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., αυξάνομαι υπερβολικά, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπεραυξάνω:''' быстро возрастать Plut., NT.
}}
}}

Revision as of 05:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεραυξάνω Medium diacritics: ὑπεραυξάνω Low diacritics: υπεραυξάνω Capitals: ΥΠΕΡΑΥΞΑΝΩ
Transliteration A: hyperauxánō Transliteration B: hyperauxanō Transliteration C: yperafksano Beta Code: u(perauca/nw

English (LSJ)

and ὑπεραύξ-ω,

   A increase above measure:—Pass., to be so increased, Gal.14.226; become over-powerful, And.4.24, D.C.79.15.    2 Pass.also, grow above, ὑπεραύξονται τῶν ἀμπέλων Sch.Ar.V.1282.    II intr. in Act., grow or abound exceedingly, ὑπεραυξήσας (of a fish) Callisth. ap. Stob.4.36.16; ὑπεραυξάνει ἡ πίστις ὑμῶν 2 Ep.Thess.1.3.

German (Pape)

[Seite 1191] (s. αὐξάνω), über die Maaßen vergrößern, pass. übermäßig wachsen, Andoc. 4, 24 u. Sp., wie N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεραυξάνω: καὶ -αύξω, αὐξάνω τι ὑπερμέτρως. - Παθ., αὐξάνομαι ὑπερμέτρως, Γαλην. τ. 14, σ. 226, 9· γίνομαι λίαν ἰσχυρός, πανίσχυρος, Ἀνδοκ. 32. 23, Δίων Κ. 79. 15. 2) ἐν τῷ παθ., αὐξάνομαι ὑπεράνω, κάλαμοι ἐνίοτε ῥιζοβολήσαντες ὑπεραύξονται τῶν ἀμπέλων Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 1282. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., αὐξάνομαι εἰς ὑπερβολήν, Καλλισθ. παρὰ Στοβ. τ. 100. 14, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Θεσσ. α΄ 3.

French (Bailly abrégé)

1 tr. accroître ou augmenter outre mesure;
2 intr. croître avec force.
Étymologie: ὑπέρ, αὐξάνω.

English (Strong)

from ὑπέρ and αὐξάνω; to increase above ordinary degree: grow exceedingly.

English (Thayer)

to increase beyond measure; to grow exceedingly: Andocides (405 B.C.>), Galen, Dio Cassius, others.)

Greek Monolingual

ὑπεραυξάνω ΝΜΑ, και ὑπεραύξω Α
αυξάνω υπέρμετρα κάτι («η πολιτική αυτή υπεραυξάνει τα ελλείμματα»)
μσν.-αρχ.
(αμτβ.) αυξάνομαι υπέρμετρα, παρουσιάζω υπερβολική αύξηση («ὑπεραυξάνει ἡ πίστις ὑμῶν καὶ πλεονάζει ἡ ἀγάπη», ΚΔ)
αρχ.
1. μέσ. ὑπεραύξομαι
αυξάνομαι, μεγαλώνω περισσότερο από κάτι άλλο («κάλαμοι... ῥιζοβολήσαντες ὑπεραύξονται τῶν ἀμπέλων», Σχόλ. Αριστοφ.)
2. γίνομαι πάρα πολύ ισχυρός.

Greek Monotonic

ὑπεραυξάνω: και -αύξω, μέλ. -αυξήσω,
I. αυξάνω υπέρμετρα — Παθ., αυξάνομαι επιπλέον, σε Ανδοκ.
II. αμτβ., αυξάνομαι υπερβολικά, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ὑπεραυξάνω: быстро возрастать Plut., NT.