πός: Difference between revisions

From LSJ

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source
(6)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πός:''' [[ποιός]]; αντων., ανάγεται στους ερωτημ. τύπους [[ποῦ]], [[ποῖ]], <i>πῇ</i>, [[πῶς]], <i>πω</i>, [[πόθι]], [[πόθεν]], [[πότε]], [[πότερος]], [[πόστος]], [[ποῖος]], [[πόσος]], στην καθεμία από τους οποίους υπάρχει [[αντίστοιχος]] εγκλιτ. [[τύπος]] <i>που</i>, <i>ποι</i>, <i>πῃ</i>, <i>πως</i> κ.λπ.· το <i>π</i> στην Ιων. αντικαθίσταται από <i>κ</i>, όπως [[κοῦ]], <i>κοῖ</i> κ.λπ.
|lsmtext='''πός:''' [[ποιός]]; αντων., ανάγεται στους ερωτημ. τύπους [[ποῦ]], [[ποῖ]], <i>πῇ</i>, [[πῶς]], <i>πω</i>, [[πόθι]], [[πόθεν]], [[πότε]], [[πότερος]], [[πόστος]], [[ποῖος]], [[πόσος]], στην καθεμία από τους οποίους υπάρχει [[αντίστοιχος]] εγκλιτ. [[τύπος]] <i>που</i>, <i>ποι</i>, <i>πῃ</i>, <i>πως</i> κ.λπ.· το <i>π</i> στην Ιων. αντικαθίσταται από <i>κ</i>, όπως [[κοῦ]], <i>κοῖ</i> κ.λπ.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: prep.<br />Meaning: = <b class="b3">ποτί</b>, [[πρός]] (s. vv.).<br />Other forms: before vowel also <b class="b3">πο-</b> (Arc. Cypr., Phryg. Pisid.).<br />Origin: IE [Indo-European] [841] <b class="b2">*pos</b> [[near]], [[after]]<br />Etymology: Identical with Lith. <b class="b2">pàs</b> [[by]], [[near]], OCS [[po]] [[behind]], [[after]]. Also in Lat. [[post]], [[posterus]], Alb. [[pas]] [[behind]], [[after]] a.o.; s. Schwyzer-Debrunner 508, WP. 2, 78f., Pok. 841 f., W.-Hofmann s. [[post]] w. further forms a. rich lit.
}}
}}

Revision as of 07:15, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πός Medium diacritics: πός Low diacritics: πος Capitals: ΠΟΣ
Transliteration A: pós Transliteration B: pos Transliteration C: pos Beta Code: po/s

English (LSJ)

(A), Dor.

   A = πούς, Choerob. in Theod.1.192, 243 H., EM635.22.
πός (B), Arc., Cypr.

   A = πρός (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

πός: ἀντων.· ἐξιχνιαζομένη ἐν τοῖς ἐρωτηματικοῖς τύποις, ποῦ, ποῖ, πῇ, πῶς, πω, πόθι, πόθεν, πότε, πότε, πότερος, πόστος, ποῖος, πόσος, εἰς ἕκαστον δὲ τούτων ὑπάρχει ἀντίστοιχος τύπος, που, ποι, πη, πως, κτλ.· ― ἐν τοῖς τύποις τούτοις τὸ π παρὰ τοῖς Ἴωσι παρίσταται διὰ τοῦ κ. οἷον κοῦ, κοῖ, κτλ.· οἱ ἰσοδύναμοι τύποι ἐν τῇ Σανσκρ. καὶ Λατ. kas. kâ, = quis, quae? kva= qvâ? kutas-quo? kathâ = quî, quomodo? kadâ = quum? ka-tar?s = πότερος, uter? ka-tamas = quis e plur bus? kati = quantus? κτλ.· πρβλ. Λιθ. kas (τίς;) kada (πότε;) katras (uter?)· Γοτθ. hvas (τίς;) hvan (πότε;), hvathar (Ἀγγλ. whether), κτλ. Πλὴν τούτων ὑπάρχουσι καὶ ἀναφορ. τύποι, ὅπου, ὅποι, ὅπη, ὅπως, ὁπόθεν, ὁποῖος, κλπ.· παρὰ τοῖς Ἐπικ. καὶ τοῖς Αἰολεῦσι τὸ π τοῦτο διπλασιάζεται, ὅππως, ὁππόθεν, κλπ.· καὶ οὗτος εἶναι πιθανῶς ὁ παλαιότερος τύπος, καθ’ ὃν τὸ π εἶναι λείψανον τοῦ ϝ, ὅπϝως ἢ ὅκϝως, κτλ.· ἴδε Κούρτ. ἀρ. 631).

French (Bailly abrégé)

th. πο-;
thème du pron. relat. d’où procèdent les adj. ποῖος, πόσος, πότερος, πόστος, πηλίκος, etc. ; les adv. ποῦ, ποῖ, πῆ, πόθεν, πόσε, πότε, πως ; d’où les composés ὁποῖος, ὁπόσος, ὁπότερος, etc. ; ὅπου, ὅποι, ὅπη, etc. ; avec les formes ion. correspond. κοῖος, κόσος, κότερος, etc. ; κοῦ, κοῖ, κῆ, etc. ; ὁκοῖος, ὁκόσος, etc. ; cf. lat. quis, quae, ubi (p. *cubi), uter (p. *cuter), etc.

Greek Monotonic

πός: ποιός; αντων., ανάγεται στους ερωτημ. τύπους ποῦ, ποῖ, πῇ, πῶς, πω, πόθι, πόθεν, πότε, πότερος, πόστος, ποῖος, πόσος, στην καθεμία από τους οποίους υπάρχει αντίστοιχος εγκλιτ. τύπος που, ποι, πῃ, πως κ.λπ.· το π στην Ιων. αντικαθίσταται από κ, όπως κοῦ, κοῖ κ.λπ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: prep.
Meaning: = ποτί, πρός (s. vv.).
Other forms: before vowel also πο- (Arc. Cypr., Phryg. Pisid.).
Origin: IE [Indo-European] [841] *pos near, after
Etymology: Identical with Lith. pàs by, near, OCS po behind, after. Also in Lat. post, posterus, Alb. pas behind, after a.o.; s. Schwyzer-Debrunner 508, WP. 2, 78f., Pok. 841 f., W.-Hofmann s. post w. further forms a. rich lit.