εἰρηνεύω: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
(1ab)
Line 36: Line 36:
{{elru
{{elru
|elrutext='''εἰρηνεύω:'''<br /><b class="num">1)</b> тж. med. жить в мире (Plat.; πρός τινα Diod., med. Arst. и [[μετά]] τινος NT);<br /><b class="num">2)</b> умиротворять (στάσιν Babr.; ἡ εἰρηνευομένη [[χώρα]] Polyb.).
|elrutext='''εἰρηνεύω:'''<br /><b class="num">1)</b> тж. med. жить в мире (Plat.; πρός τινα Diod., med. Arst. и [[μετά]] τινος NT);<br /><b class="num">2)</b> умиротворять (στάσιν Babr.; ἡ εἰρηνευομένη [[χώρα]] Polyb.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[εἰρηνεύω]], fut. -σω<br /><b class="num">I.</b> to [[bring]] to [[peace]], [[reconcile]], Babr.<br /><b class="num">II.</b> intr. to [[keep]] [[peace]], [[live]] [[peaceably]], Plat., NTest. [from [[εἰρήνη]]
}}
}}

Revision as of 21:27, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰρηνεύω Medium diacritics: εἰρηνεύω Low diacritics: ειρηνεύω Capitals: ΕΙΡΗΝΕΥΩ
Transliteration A: eirēneúō Transliteration B: eirēneuō Transliteration C: eirineyo Beta Code: ei)rhneu/w

English (LSJ)

   A bring to peace, reconcile, D.C.77.12, gloss on Babr. 39.4.    II intr., keep peace, live peaceably, Pl.Tht.180b; πρός τινα D.S.21.16; μετὰ πάντων Ep.Rom.12.18:—Med., πρὸς τοὺς κρείττους εἰρηνεύεσθαι Arist.Rh.1359b39, cf. OGI199.1 (Adule); χώρα -ομένη ἐκ παλαιοῦ Plb.5.8.7.

German (Pape)

[Seite 735] in Frieden bringen, beruhigen, Sp.; στάσιν Babr. 39, 4; εἰρηνευομένη χώρα Pol. 5, 8, 7. – Intraus., Frieden halten, im Frieden leben, Ggstz μάχομαι, Plat. Theaet. 180 a u. Sp., wie N. T Auch im med., Pol. 5, 8, 7.

Greek (Liddell-Scott)

εἰρηνεύω: φέρω εἰς εἰρήνην, διαλλάττω, Δίων, Κ. 77. 12· στάσιν Βαβρ. 39. 4. ΙΙ. ἀμετάβ. τηρῶ εἰρήνην, διάγω εἰρηνικῶς, Πλάτ. Θεαίτ. 180Β· πρός τινα Διοδ. Ἀποσπ. 491. 6· μετά τινος Ἐπιστ. π. Ρωμ. ιβ΄, 18· οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, πρὸς τοὺς κρείττους εἰρηνεύεσθαι Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 9, Συλλ. Ἐπιγρ. 5127Ε.

French (Bailly abrégé)

1 intr. vivre en paix;
2 tr. pacifier, apaiser;
Moy. εἰρηνεύομαι être en paix : πρός τινα, avec qqn.
Étymologie: εἰρήνη.

Spanish (DGE)

I tr.
1 establecer la paz, pacificar un lugar, en cont. bélico θάλασσα[ν] πειρατευομένην ὑπὸ ἀποστατῶν δούλων [εἰ] ρήνευσα Mon.Anc.Gr.13.16, τὴν πρὶν ἄπλωτον καὶ ἀγρίαν ... θάλασσαν I.BI 2.367, τὰ Θρᾳκικὰ μέρη Io.Mal.Chron.18.438
pacificar, calmar στάσιν τυράννων μαχομένων Babr.39.4
en sent. espiritual Χριστέ, εἰρήνευσόν μου τὸν λογισμόν A.Xanthipp.28, διὰ τῆς σῆς εἰρήνης εἰρηνεύεις τὴν αὐτοῦ καρδίαν Dor.Ab.Ep.2.186, cf. Mac.Aeg.Hom.8.6, en v. pas. ἵν' ἀπὸ τούτων εἰρηνευθῇ τῶν κακῶν ἡ βασιλεία I.AI 11.214, μὴ εἰρηνευθείη μοι ἡ ζωή Basil.Ep.128.1, τὸ ... διὰ σοῦ εἰρηνεύεσθαι τὰς Ἐκκλησίας Gr.Naz.Ep.173.6, cf. Basil.Ep.128.1.
2 restablecer la paz entre, reconciliar gener. c. ac. de pers. en plu. αὐτούς D.C.77.12.12, τοὺς διαφερομένους πρὸς ἀλλήλους Const.App.2.47.1, cf. Gr.Naz.Ep.185.6, τοὺς τῆς Ἀρμενίας ἐπισκόπους Basil.Ep.99.4, εἰρήνευσε Μωϋσῆς τοὺς δύο ἀδελφοὺς αὐτοῦ μαχομένους Epiph.Const.Hom.M.43.468, cf. Didache 4.3.
II intr.
1 estar en paz, vivir en paz εἰρηνεύσει σου ὁ οἶκος LXX Ib.5.24, εἰρηνεύο[υσ] ι μὲν γὰρ γῆ καὶ θαλάττα, πόλεις δὲ ἀνθοῦσι εὐνομίᾳ ὁμονοίᾳ τε εὐετηρίᾳ BMus.Inscr.894.8 (Halicarnaso I a.C.), εἰρηνεύειν καὶ μὴ διδόναι ἀφορμὰς ἑτέροις καθ' ὑμῶν vivir en paz y no dar a otros oportunidades contra vosotros, POxy.3057.19 (I/II d.C.), ἐκκλησίᾳ ... εἰρηνεύουσῃ ἐν σαρκὶ καὶ πνεύματι Ign.Tr.proem., cf. Pol.7.1, ἡ Ἰβηρία καίπερ εἰρηνεύσασα ἐκινήθη D.C.42.15.1, τῷ βίῳ del hombre célibe, Gr.Nyss.Virg.267.16
tb. en v. med. εἰρηνευομένης ἐκ παλαιοῦ τῆς χώρας Plb.5.8.7, εἰρηνεύεσθαι ... τὴν Γαλιλαίαν ἐφρόντιζον I.Vit.78, τὰ ... ἔθνη εἰρηνεύεσθαι κελεύσας IAxoum 277.2 (I d.C.), τοὺς διοδεύοντας ... εἰρηνεύεσθαι ἠσφαλίσατο OGI 613.4 (Arabia IV d.C.)
c. dat. o giros prep. mantenerse en paz, (con)vivir en paz θῆρες γὰρ ἄγριοι εἰρηνεύσουσίν σοι LXX Ib.5.23, cf. 1Ep.Clem.15.1, Ath.Al.V.Anton.51.5, εἰρήνευσεν ... μετὰ βασιλέως Ισραηλ LXX 3Re.22.45, πρὸς Καρχηδονίους D.S.21.16, μετὰ πάντων ἀνθρώπων Ep.Rom.12.18, εἰρηνεύετε ἐν ἀλλήλοις vivid en paz unos con otros, Eu.Marc.9.50, ἐν ἑαυτοῖς 1Ep.Thess.5.13, cf. Const.App.2.54.4, πρὸς ἀλλήλους Const.App.2.56.4, cf. Did.in D.8.12, Ep.Vict. en Eus.HE 5.24.13, εἰρηνεύειν ... τὴν ψυχὴν πρὸς τὸ σῶμα Didym.in Ps.227.23, εἰρηνεύετε μετ' ἀλλήλων Const.App.2.44.2, en v. med. mismo sent. πρὸς τοὺς κρείττους Arist.Rh.1359b39.
2 fig., en act. estar en calma, descansar op. μάχεσθαι ‘polemizar’, ref. al debate dialéctico, Pl.Tht.180b.

English (Strong)

from εἰρήνη; to be (act) peaceful: be at (have, live in) peace, live peaceably.

English (Thayer)

(εἰρήνη);
1. to make peace: Dio Cassius, 77 12, etc.
2. to cultivate or keep peace, i. e. harmony; to be at peace, live in peace: ἐν ἀλλήλοις, ἐν ἑαυτοῖς (T Tr αὐτοῖς), μετά τίνος, Plato, Theact., p. 180b. Dio Cassius, 42,15, etc.; the Sept.).

Greek Monolingual

(AM εἰρηνεύω)
1. αποκαθιστώ την ειρήνη, συμφιλιώνω τους αντιπάλους
2. καταπαύω εξέγερση, επιτυγχάνω ή επιβάλλω την ειρήνη
3. παύω να είμαι σε εμπόλεμη κατάσταση, συνδιαλλάσσομαι
μσν.- νεοελλ.
καθησυχάζω (με χάδια, γλυκά λόγια κ.λπ.)
νεοελλ.
1. ξαναβρίσκω την ψυχική μου γαλήνη
2. (για τον καιρό ή τη θάλασσα) γαληνεύω
αρχ.-μσν.
ζω ειρηνικά.

Greek Monotonic

εἰρηνεύω: μέλ. -σω·
I. φέρνω σε ειρήνη, συμφιλιώνω, συμβιβάζω, σε Βάβρ.
II. αμτβ., διατηρώ την ειρήνη, ζω ειρηνικά, σε Πλάτ., Κ.Δ.

Russian (Dvoretsky)

εἰρηνεύω:
1) тж. med. жить в мире (Plat.; πρός τινα Diod., med. Arst. и μετά τινος NT);
2) умиротворять (στάσιν Babr.; ἡ εἰρηνευομένη χώρα Polyb.).

Middle Liddell

εἰρηνεύω, fut. -σω
I. to bring to peace, reconcile, Babr.
II. intr. to keep peace, live peaceably, Plat., NTest. [from εἰρήνη