ἐπιδημία: Difference between revisions
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?)(\n\}\}\n\{\{grml\n\|mltxt=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3") |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπιδημία:''' ἡ пребывание, жительство Xen., Plat., Men. | |elrutext='''ἐπιδημία:''' ἡ пребывание, жительство Xen., Plat., Men. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἐπιδημία]], ἡ, [from [[ἐπιδημέω]]<br />a [[stay]] in a [[place]], Plat., Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:11, 9 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A stay in a place, Pl.Prm.127a; αἱ ἐ. αἱ τῶν συμμάχων X.Ath.1.18; of an Emperor, visit, OGI517.7 (Thyatira, iii A.D.), Hdn.3.14.1. 2. ἐ. εἰς . . arrival at . . IG3.1023. 3. prevalence of an epidemic, νουσήματος Hp.Nat.Hom.9; of rain, Ael. NA5.13. 4. Dor. ἐπιδᾱμία, ἡ, right of residence, IG12(1).43 (Rhodes).
German (Pape)
[Seite 937] ἡ, das in der Heimath sein, der Aufenthalt an einem Orte, ἀνεγνώρισέ με ἐκ τῆς προτέρας ἐπιδημίας Plat. Parm. 127 a; διὰ τὰς ἐπιδημίας τὰς τῶν συμμάχων Xen. Rep. Ath. 1, 17; Sp.; Heimathsrecht, ἐπιδαμία δέδοταί τινι, Inscr. Rhein. Mus. N. F. IV, 2 p. 166. – Von Krankheiten, die Verbreitung in einem Volke, Hippocr. – Die Ankunft, Hdn. 3, 14, 8; auch ὑετοῦ ἀπειλοῦντος Ael. H. A. 5, 13.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 séjour dans un pays;
2 arrivée : ὑετοῦ ÉL de la pluie.
Étymologie: ἐπίδημος.
Greek Monolingual
η (AM ἐπιδημία) επιδημώ
1. παθολογική κατάσταση, συνήθως λοιμώδης, μεταδοτική νόσος που προσβάλλει μεγάλο αριθμό ατόμων της ίδιας περιοχής
2. συχνή και εκτεταμένη εμφάνιση δυσάρεστων γεγονότων («επιδημία ληστειών»)
3. παραμονή στον τόπο κατοικίας («άδεια επιδημίας τών αρχαιολόγων»)
4. η έλευση και παρουσία του Χριστού ανάμεσα στους ανθρώπους
αρχ.-μσν.
1. άφιξη και παραμονή σε ξένη χώρα («διὰ τὰς ἐπιδημίας τῶν συμμάχων»)
2. δικαίωμα, άδεια παραμονής σε έναν τόπο.
ἐπιδήμια, τὰ (AM)
ευχαριστήρια τελετή κατά την άφιξη ή την επιστροφή σε έναν τόπο, προς τιμή τών Ενοδίων θεών που προστάτευσαν τον ταξιδιώτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δήμια (< δήμος)].
Greek Monotonic
ἐπιδημία: ἡ, διαμονή σε ένα μέρος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιδημία: ἡ пребывание, жительство Xen., Plat., Men.