στυγνάζω: Difference between revisions
ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
(1b) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''στυγνάζω:''' <b class="num">1)</b> быть в смущении (ἐπὶ τῷ λόγῳ NT);<br /><b class="num">2)</b> быть пасмурным (οὐρανὸς στυγνάζων NT). | |elrutext='''στυγνάζω:''' <b class="num">1)</b> быть в смущении (ἐπὶ τῷ λόγῳ NT);<br /><b class="num">2)</b> быть пасмурным (οὐρανὸς στυγνάζων NT). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[στυγνάζω]], fut. -άσω<br />to [[look]] [[gloomy]], be [[sorrowful]], NTest.; of [[weather]], to be [[gloomy]], [[lowering]], NTest. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:20, 10 January 2019
English (LSJ)
(στυγνός)
A to have a gloomy, lowering look, ἐπὶ τῷ λόγῳ Ev.Marc.10.22: abs., PMag.Leid.W.5.5, Steph.in Hp.2.514D.; of threatening weather, Ev.Matt.16.3.
German (Pape)
[Seite 958] traurig od. betrübt sein. traurig, finster aussehen. N. T.
Greek (Liddell-Scott)
στυγνάζω: μέλλ. -άσω, (στυγνὸς) ἔχω ὄψιν σκοτεινήν, κατηφῆ, ἐπὶ τῷ λόγῳ Εὐαγγ. κ. Μᾶρκ. ι΄, 22· στ. τὸ πρόσωπον Εὐμάθ. 98· - ἀπολ., ἐπὶ ἐπικειμένης θυέλλης, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιϚ΄, 3· πρβλ. στυγνότης.
French (Bailly abrégé)
1 être d’humeur sombre;
2 avoir l’air sombre ; fig. στυγνάζει ὁ οὐρανός le ciel est sombre, menaçant.
Étymologie: στυγνός.
English (Strong)
from the same as στυγνητός; to render gloomy, i.e. (by implication) glower (be overcast with clouds, or sombreness of speech): lower, be sad.
English (Thayer)
1st aorist participle στυγνάσας; (στυγνός sombre, gloomy); to be sad, to be sorrowful: properly, ἐπί τίνι (R. V. his countenance fell at etc.), A. V. to be towering), T brackets WH reject the passage). (Schol. on Aeschylus Pers. 470; the Sept. thrice for שָׁמֵן, to be amazed, astonished, ἐπί τινα, στυγνότης, of the gloominess of the sky, Polybius 4,21, 1.)
Greek Monolingual
ΜΑ στυγνός
είμαι ή φαίνομαι λυπημένος, κατηφής
αρχ.
μτφ. (για τον ουρανό) είμαι συννεφιασμένος και προμηνύω θύελλα («πυρράζει γὰρ στυγνάζων ὁ οὐρανός», ΚΔ).
Greek Monotonic
στυγνάζω: μέλ. -άσω, δείχνω μελαγχολικός, είμαι λυπημένος, κατσουφιάζω, στραβομουτσουνιάζω, σε Καινή Διαθήκη· λέγεται για τον καιρό, έχει συννεφιά, απειλείται να ξεσπάσει καταιγίδα, στο ίδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στυγνάζω [στυγνός] treurig of somber worden of zijn.
Russian (Dvoretsky)
στυγνάζω: 1) быть в смущении (ἐπὶ τῷ λόγῳ NT);
2) быть пасмурным (οὐρανὸς στυγνάζων NT).
Middle Liddell
στυγνάζω, fut. -άσω
to look gloomy, be sorrowful, NTest.; of weather, to be gloomy, lowering, NTest.