θερμαίνω: Difference between revisions
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
(1ab) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ [[θερμαίνω]])<br /><b>1.</b> [[κάνω]] θερμό [[κάτι]], [[ζεσταίνω]] (α. «[[θερμαίνω]] [[νερό]]» β. «[[ἥλιος]] θερμαίνων χθόνα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ενισχύω]], [[εμψυχώνω]] (α. «τον θέρμανε η [[συζήτηση]]».<br />β. «θερμαίνει φιλότατι νόον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>θερμαίνομαι</i><br />α) [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[θερμός]], [[προσλαμβάνω]] [[θερμότητα]] («τὸ θερμαῑνον ψύχεται ὑπὸ | |mltxt=(ΑΜ [[θερμαίνω]])<br /><b>1.</b> [[κάνω]] θερμό [[κάτι]], [[ζεσταίνω]] (α. «[[θερμαίνω]] [[νερό]]» β. «[[ἥλιος]] θερμαίνων χθόνα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ενισχύω]], [[εμψυχώνω]] (α. «τον θέρμανε η [[συζήτηση]]».<br />β. «θερμαίνει φιλότατι νόον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>θερμαίνομαι</i><br />α) [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[θερμός]], [[προσλαμβάνω]] [[θερμότητα]] («τὸ θερμαῑνον ψύχεται ὑπὸ τοῦ θερμαινομένου», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) [[πάσχω]] από πυρετό («[[ἄνθρωπος]] θερμαινόμενος ἐδείπνησεν καὶ ἔπιε [[πλέον]]», Ιπποκρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υποθάλπω]], [[περιθάλπω]] («τον θέρμανε στην [[αγκαλιά]] της»)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> [[πάσχω]] από ελώδη πυρετό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> (για ρίζες) ξηραίνομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θερμός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θέρμανση]](-<i>ις</i>), [[θερμαντήρ]](<i>ας</i>), [[θερμασία]], [[θέρμασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θερμαντός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θερμαστής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αναθερμαίνω]], [[διαθερμαίνω]], [[καταθερμαίνω]], [[παραθερμαίνω]], [[προθερμαίνω]], [[υπερθερμαίνω]], [[υποθερμαίνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αντιθερμαίνω</i>, [[εκθερμαίνω]], [[ενθερμαίνω]], [[προαναθερμαίνω]], [[προδιαθερμαίνω]], [[προεκθερμαίνω]], [[προσσυνθερμαίνω]], [[συνδιαθερμαίνω]], [[συνεκθερμαίνω]], [[συνθερμαίνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 12:30, 15 February 2019
English (LSJ)
aor.
A ἐθέρμηνα Il.14.7, etc., later ἐθέρμᾱνα Arist.GA730a16: pf. τεθέρμαγκα Hsch. s.v. κεχλίαγκα: pf. Pass. τεθέρμασμαι Apollod.Poliorc.147.4, Eust.1573.47, (δια-) Hp.Vict.2.64: (θερμός): —warm, heat, εἰς ὅ κε θερμὰ λοετρὰ . . Ἑκαμήδη θερμήνῃ Il.14.7; ἥλιος θερμαίνων χθόνα E.Ba.679, cf. A.Pers.505; τὸ χαλκίον θέρμαινε Eup. 108:—Med., cause to be warmed, τῇ ἐρωμένῃ χαλκία δύο ὕδατος PSI 4.406.37 (iii B.C.):—Pass., to be heated, Od.9.376, Pl.Phd.63d; τὸ θερμαῖνον ψύχεται ὑπὸ τοῦ θερμαινομένου Arist.GA768b18; feel the sensation of heat, Pl.Tht.186d; to be or grow feverish, Hp.Epid.1.26.ιβ; to be parched, of roots, X.Oec.19.11. 2 metaph., θ. φιλότατι νόον Pi.O.10(11).87; ἕως ἐθέρμην' αὐτὸν φλὸξ οἴνου E.Alc.758; σπλάγχν' ἐθέρμαινον ποτῷ Id.Cyc.424; σπλάγχνα θ. κότῳ Ar.Ra.844; πολλὰ θερμαίνοι φρενί is prob. f.l. for π. θ. φρένα, A.Ch.990(1004); οὐ τοῦτο μή σε θερμήνῃ Herod.1.20:—Pass., κεναῖσιν ἐλπίσιν θερμαίνεται glows with hope, S.Aj.478; χαρᾷ θ. καρδίαν have one's heart warm with joy, E.El.402.
German (Pape)
[Seite 1201] erwärmen, erhitzen; εἰσόκε θερμὰ λοετρὰ ἐϋπλόκαμος Ἑκαμήδη θ ερμήνῃ Il. 14, 6; pass. warm, heiß werden, ὑπὸ σποδοῦ ἤλασα πολλῆς, εἵως θερμαίνοιτο Od. 9, 375, ἡλίο υ κύκλος μέσον πόρον διῆκε θερμαίνων φλογί Aesch. Pers. 497; ἥλιος θερμαίνων χθόνα Eur. Bacch. 678; ἕως ἐθέρμην' αὐτὸν φλὸξ οἴνου Alc. 761, vgl. Cycl. 423; Ggstz ψύχω, Plat. Phaed. 268 a; θερμαίνεται ὅσαπερ ἂν πρότερον ψύχηται Tim. 82 a, Folgde, die den aor. ἐθέρμανα bilden. Arist. gen. an. 1, 21. – Von Fieberhitze, Medic. – Häufig übtr., νόον φιλότητι Pind. Ol. 11, 91; bes. von der Freude, πολλοὺς ἀναιρῶν πολλὰ θερμαίνοι φρένα Aesch. Ch. 998; χαρᾷ θερμαινόμεσθα καρδίαν Eur. El. 402; ὅστις κεναῖσιν ἐλπίσιν θερμαίνεται Soph. Ai. 173; vom Zorn, μὴ προς
Greek (Liddell-Scott)
θερμαίνω: μέλλ. θερμᾰνῶ: ἀόρ. ἐθέρμηνα Ὄμ., κλ., μεταγεν. ἐθέρμᾱνα Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 21, 11: παθ. πρκμ. τεθέρμασμαι (δια-) Ἱππ. 364. 1· περὶ τοῦ ἀορ. β΄ ἴδε θέρμω: (θερμός). Θερμαίνω, ζεσταίνω, εἰς ὅ κε θερμὰ λοετρὰ ἐϋπλόκαμος Ἑκαμήδη θερμήνῃ Ἰλ. Ξ. 7· ἥλιος θερμαίνων χθόνα Εὐρ. Βάκχ. 679, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 505· τὸ χαλκίον θέρμαινε Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 22. ― τὸν μοχλὸν ὑπὸ σποδοῦ ἤλασα πολλῆς, εἵως θερμαίνοιτο Ὀδ. Ι, 375· τὸ θερμαῖνον ψύχεται ὑπὸ τοῦ θερμαινομένου Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 3. 18, πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 15, 6: ― αἰσθάνομαι θερμότητα, τὶ οὖν δὴ ἐκείνῳ ἀποδίδως ὄνομα, τῷ ὁρᾶν, ἀκούειν, ὀσφραίνεσθαι, ψύχεσθαι, θερμαίνεσθαι ; Πλάτ. Θεαιτ. 186D· ἔχω ἢ αἰσθάνομαι θέρμην, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 988. 2) μεταφ., μάλα δέ τοι θερμαίνει φιλότατι νόον Πίνδ. Ο.10 (11). 105· ἕως ἐθέρμην’ αὐτὸν φλὸξ οἴνου Εὐρ. Ἀλκ. 758, πρβλ. Κύκλ. 425· σπλάχνα θερμ. κότῳ Ἀριστοφ. Βατρ. 844· τὸ ἐν Αἰσχύλ. Χο. 1004 ὕποπτον χωρίον: πολλὰ θερμαίνοι φρενὶ (φρένα Lobeck) ὁ Passow ἑρμηνεύει: «πολλὰ πράσσοι θερμῇ φρενί». ― Παθ., θερμαίνεσθαι ἐλπίσι Σοφ. Αἴ. 478· χαρᾷ θερμαινόμεσθα καρδίαν Εὐρ. Ἠλ. 402· θ. φησὶ τοὺς διαλεγομένους Πλάτ. Φαίδ. 63D, κτλ.
French (Bailly abrégé)
f. θερμανῶ, ao. ἐθέρμηνα, postér. ἐθέρμανα, pf. inus.
Pass. ao. ἐθερμάνθην, pf. τεθέρμασμαι;
1 chauffer, échauffer ; fig. θερμαίνεσθαι ἐλπίσι SOPH être enflammé d’espérance;
2 faire sécher ; Pass. être desséché.
Étymologie: θερμός.
English (Autenrieth)
aor. subj. θερμήνῃ: warm, heat; pass., get hot, Od. 9.376.
English (Slater)
θερμαίνω
1 warm, cheer μάλα δέ οἱ θερμαίνει φιλότατι νόον (O. 10.87)
English (Strong)
from θέρμη; to heat (oneself): (be) warm(-ed, self).
English (Thayer)
middle, present θερμαίνομαι; imperfect ἐθερμαινομην; (θερμός); from Homer down; to make warm, to heat; middle to warm oneself: James 2:16.
Greek Monolingual
(ΑΜ θερμαίνω)
1. κάνω θερμό κάτι, ζεσταίνω (α. «θερμαίνω νερό» β. «ἥλιος θερμαίνων χθόνα», Ευρ.)
2. ενισχύω, εμψυχώνω (α. «τον θέρμανε η συζήτηση».
β. «θερμαίνει φιλότατι νόον», Πίνδ.)
3. παθ. θερμαίνομαι
α) είμαι ή γίνομαι θερμός, προσλαμβάνω θερμότητα («τὸ θερμαῑνον ψύχεται ὑπὸ τοῦ θερμαινομένου», Αριστοτ.)
β) πάσχω από πυρετό («ἄνθρωπος θερμαινόμενος ἐδείπνησεν καὶ ἔπιε πλέον», Ιπποκρ.)
νεοελλ.
1. υποθάλπω, περιθάλπω («τον θέρμανε στην αγκαλιά της»)
2. παθ. πάσχω από ελώδη πυρετό
αρχ.
παθ. (για ρίζες) ξηραίνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμός.
ΠΑΡ. θέρμανση(-ις), θερμαντήρ(ας), θερμασία, θέρμασμα
αρχ.
θερμαντός
νεοελλ.
θερμαστής.
ΣΥΝΘ. αναθερμαίνω, διαθερμαίνω, καταθερμαίνω, παραθερμαίνω, προθερμαίνω, υπερθερμαίνω, υποθερμαίνω
αρχ.
αντιθερμαίνω, εκθερμαίνω, ενθερμαίνω, προαναθερμαίνω, προδιαθερμαίνω, προεκθερμαίνω, προσσυνθερμαίνω, συνδιαθερμαίνω, συνεκθερμαίνω, συνθερμαίνω.
Greek Monotonic
θερμαίνω: μέλ. -ᾰνῶ, αόρ. αʹ ἐθέρμηνα, έπειτα ἐθέρμᾱνα, Παθ. παρακ. τεθέρμασμαι (θερμός)·
1. ζεσταίνω, θερμαίνω, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ., κ.λπ. Παθ., θερμαίνομαι, αναπτύσσω θερμότητα, γίνομαι ζεστός, σε Ομήρ. Οδ.
2. μεταφ., θερμαίνω, ἕως ἐθέρμην' αὐτὸν φλὸξ οἴνου, σε Ευρ.· σπλάγχνα θερμαίνω, σε Αριστοφ.· πολλὰ θερμαίνω φρενί, τρέφω ισχυρά αισθήματα, σε Αισχύλ. Παθ., θερμαίνεσθαι ἐλπίσι, ακτινοβολώ με ελπίδα, σε Σοφ.· χαρᾷ θερμαίνω καρδίαν, ζεσταίνω την καρδιά κάποιου με χαρά, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
θερμαίνω: (aor. ἐθέρμηνα и поздн. ἐθέρμᾱνα)
1) греть, нагревать (θερμὰ λοετρά Hom.; φλογί τι Aesch.; χθόνα Eur.; θερμαίνεται ἡ γῆ ὑπὸ τοῦ ἡλίου Arst.): θερμαίνεσθαι πρὸς τὸ φῶς NT греться у огня;
2) разогревать, раскалять (τὸν μοχλόν Hom.);
3) сушить, высушивать (θερμαινόμεναι αἱ ῥίζαι Xen.);
4) согревать, разгорячать (σπλάγχνα ποτῷ Eur.);
5) волновать, возбуждать (σπλάγχνα κότῳ Arph.; χαρᾷ καρδίαν Eur.; νοὸν φιλότητι Pind.): θερμαίνεσθαι κεναῖσιν ἐλπίσιν Soph. быть взволнованным пустыми надеждами.
Middle Liddell
θερμός
1. to warm, heat, Il., Aesch., etc.:—Pass. to be heated, grow hot, Od.
2. metaph. to heat, ἕως ἐθέρμην' αὐτὸν φλὸξ οἴνου Eur.; σπλάγχνα θ. Ar.; πολλὰ θ. φρενί to cherish hot feelings, Aesch.:—Pass., θερμαίνεσθαι ἐλπίσι to glow with hope, Soph.; χαρᾶι θ. καρδίαν to have one's heart warm with joy, Eur.