κατοικία: Difference between revisions
γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural
(cc1) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katoikia | |Transliteration C=katoikia | ||
|Beta Code=katoiki/a | |Beta Code=katoiki/a | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[habitation]], βαρβάρων <span class="bibl">Hecat.119</span> J.; τόπος εὐφυὴς πρὸς κ. <span class="bibl">Plb.5.78.5</span>; ὑγιεινὴν ποιεῖν τὴν κ. <span class="bibl">Str.5.4.8</span>; <b class="b2">farm, village</b>, <span class="bibl">Plb.2.32.4</span>, etc.: generally, <b class="b2">dwelling-place</b>, Act.Ap.17.26; [[domicile]], Mitteis <span class="title">Chr.</span>31 i 23 (ii B.C.). </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b2">settlement, colony</b>, <span class="bibl">Str.5.4.11</span>; esp. of <b class="b2">military colonies</b> in Egypt, <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>61</span>(b).<span class="bibl">227</span> (ii B.C.), etc.; also, = Lat. [[colonia]], <span class="bibl">Str.6.2.5</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Ant.</span>16</span>,<span class="bibl">App.<span class="title">BC</span>5.19</span>; <b class="b3">κατοικίαι πόλεων</b> foundation of [[colonies]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Pomp.</span>47</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> <b class="b2">body of residents in</b> a foreign [[city]], ἡ κ. τῶν ἐν Ἱεραπόλει κατοικούντων Ἰουδαίων <span class="title">IGRom.</span>4.834.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:00, 28 June 2020
English (LSJ)
ἡ,
A habitation, βαρβάρων Hecat.119 J.; τόπος εὐφυὴς πρὸς κ. Plb.5.78.5; ὑγιεινὴν ποιεῖν τὴν κ. Str.5.4.8; farm, village, Plb.2.32.4, etc.: generally, dwelling-place, Act.Ap.17.26; domicile, Mitteis Chr.31 i 23 (ii B.C.). 2 settlement, colony, Str.5.4.11; esp. of military colonies in Egypt, PTeb.61(b).227 (ii B.C.), etc.; also, = Lat. colonia, Str.6.2.5, Plu.Ant.16,App.BC5.19; κατοικίαι πόλεων foundation of colonies, Plu.Pomp.47. 3 body of residents in a foreign city, ἡ κ. τῶν ἐν Ἱεραπόλει κατοικούντων Ἰουδαίων IGRom.4.834.
German (Pape)
[Seite 1402] ἡ, Wohnung, Ansiedlung, Colonie; Strab. V, 249 u. öfter; Plut. Ant. 16; πόλεων Pomp. 47; τόπος εὐφυὴς πρὸς κατοικίαν Pol. 5, 78, 4, bei dem es auch Landhäuser bedeutet, 2, 32, 4. 5, 77, 7.
Greek (Liddell-Scott)
κατοικία: ἡ, τόπος, εν ᾧ κατοικεῖ τις, Πολύβ. 5. 78, 5·― ἀγροκήπιον, χωρίον, ὁ αὐτ. 2. 32, 4, κτλ. 2) πολίχνη, κώμη, ἀποικία, Στράβ. 246. 249, κτλ.·― ὡσαύτως ἵδρυσις ἀποικίας, Πλουτ. Πομπ. 47.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
établissement d’une colonie ; colonie.
Étymologie: κατά, οἰκία.
English (Strong)
residence (properly, the condition; but by implication, the abode itself): habitation.
English (Thayer)
κατοικίας, ἡ (κατοικέω), dwelling, habitation: Sept.; Polybius 2,32, 4; Strabo, Plutarch, others.)
Greek Monolingual
και κατοικία, η (AM κατοικία) κατοικώ
1. χώρος περίφρακτος και στεγασμένος στον οποίο διαμένει κάποιος, το οικοδόμημα στο οποίο κατοικεί κάποιος, το σπίτι
2. ο τόπος στον οποίο κατοικεί κάποιος, τόπος διαμονής (α. «έχει την κατοικία του στην Αθήνα» β. «ὥσθ' ὑγιεινὴν ποιεῑν τὴν κατοικίαν», Στράβ.)
μσν.
φρ. «στήνω κατοικία» — εγκαθίσταμαι
μσν.-αρχ.
1. κοινωνικό σύνολο, κοινωνία
2. κατοίκηση, διαμονή («τόπον δώσειν εὐφυῆ πρὸς κατοικίαν», Πολ.)
αρχ.
1. αποικία («ἴχνη τινὰ σῴζουσα τῶν ἀρχαίων κατοικιῶν, ὧν ἦν καὶ Καμάρινα», Στράβ.)
2. σύνολο ανθρώπων από κάποια φυλή που κατοικούν σε ξένη χώρα.
Greek Monotonic
κατοικία: ἡ, τόπος διαμονής, αποικία· ίδρυση αποικίας, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
κατοικία: ἡ
1) заселение, колонизация (τόπος εὐφυὴς πρὸς κατοικίαν Polyb.);
2) основание, закладывание (κατοικίαι πόλεων Plut.);
3) селение, поселок, деревня (αἱ τῶν Μυσῶν κατοικίαι Polyb.; τοὺς στρατιώτας ἀπὸ τῶν κατοικιῶν συνάγειν Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατοικία -ας, ἡ [κάτοικος] woonplaats. NT. (stichting van een) kolonie:. κατοικίας πόλεων... ἔγραφεν hij stelde stichting van kolonies voor Plut. Pomp. 47.5.
Middle Liddell
κατοικία, ἡ, [from κατοικέω
a settlement, colony: the foundation of a colony, Plut.
Chinese
原文音譯:katoik„a 卡胎企阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向下 家
字義溯源:住處^,居住,居所。參讀 (κατοικέω / κατοικίζω)同義字
同義字:1) (ὄρνεον)住處 2) (ὄρινξ / ὄρνις)住處,居住 3) (οἰκητήριον)住所,房屋 4) (σκηνή)帳棚
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 居住(1) 徒17:26