ἐρετμόν: Difference between revisions
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
(1ab) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eretmon | |Transliteration C=eretmon | ||
|Beta Code=e)retmo/n | |Beta Code=e)retmo/n | ||
|Definition=τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[oar]], poet. for κώπη, πῆξαί τ' ἐπὶ τύμβῳ ἐρετμόν <span class="bibl">Od.11.77</span>, cf. <span class="bibl">23.276</span>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>4.18</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span>433</span>(lyr.), etc. ; εὐῆρες ἐ. <span class="bibl">Od.11.121</span>,<span class="bibl">129</span>, etc. : pl., <b class="b3">εὐήρε' ἐ</b>. ib.<span class="bibl">125</span> ; <b class="b3">ἐρετμοῖσι φρύξουσι</b> Orac. ap.<span class="bibl">Hdt.8.96</span>, cf. <span class="bibl">E.<span class="title">IA</span>1388</span> (troch.), <span class="bibl"><span class="title">IT</span>1485</span> : metaph., πτερύγων ἐ. <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>52</span> (anap.). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> = [[τὸ ἀνδρεῖον αἰδοῖον]], Hsch. (A fem. form <b class="b3">ἐρετμαῖς</b> = [[κώπαις]] is found in Hsch.) </span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:45, 29 June 2020
English (LSJ)
τό,
A oar, poet. for κώπη, πῆξαί τ' ἐπὶ τύμβῳ ἐρετμόν Od.11.77, cf. 23.276, Pi.P.4.18, E.El.433(lyr.), etc. ; εὐῆρες ἐ. Od.11.121,129, etc. : pl., εὐήρε' ἐ. ib.125 ; ἐρετμοῖσι φρύξουσι Orac. ap.Hdt.8.96, cf. E.IA1388 (troch.), IT1485 : metaph., πτερύγων ἐ. A.Ag.52 (anap.). II = τὸ ἀνδρεῖον αἰδοῖον, Hsch. (A fem. form ἐρετμαῖς = κώπαις is found in Hsch.)
German (Pape)
[Seite 1025] τό, im sing. seltener als das Folgde, im plur. die gew. Form, das Ruder, εὐήρε' ἐρετμά , Od. 11. 124 u. öfter; sonst bleibt das, genus unentschieden.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρετμόν: τό, Λατ. remus, ποιητ. ἀντὶ κώπη, πῆξαί τ’ ἐπὶ τύμβῳ ἐρετμὸν Ὀδ. Λ. 77, πρβλ. Ψ. 276, Πίνδ., Αἰσχύλ., κλ.· εὐῆρες ἐρετμὸν Ὀδ. Λ. 121, 129, κτλ.· οὕτω, κατὰ πληθ., εὐήρε’ ἐρετμὰ αὐτόθι 124· ἐρετμοῖσι Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 8. 96· ἐρετμὰ Εὐρ. Ι. Α. 1388, Ι. Τ. 1485: ― ἐπὶ πτερύγων, ἴδε τὸ ῥῆμα ἐρέσσω ΙΙ. 1. ΙΙ. «τὸ ἀνδρεῖον αἰδοῖον» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (τό) :
rame.
Étymologie: ἐρέσσω.
English (Autenrieth)
oar. (Od. and Il. 1.435.) (The cut, from an antique vase, represents a different way of working the oars from that of the Homeric age; see cut No 120.)
English (Slater)
ἐρετμόν
1 oar “ἁνία τ' ἀντ ἐρετμῶν δίφρους τε νωμάσοισιν” (P. 4.18)
Greek Monolingual
ἐρετμόν, τὸ (AM)
1. το κουπί («πῆξαι τ’ ἐπὶ τύμβῳ ἐρετμόν» — και να ορθώσεις πάνω στο μνήμα κουπί, Ομ. Οδ.)
2. μτφ. το αντρικό μόριο
3. μτφ. το φτερό πτηνού («πτερύγων ἐρετμοῑσιν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ερε- του τ. ερέτης, με διαφορετικό επίθημα. Η λ. μαρτυρείται από τον Όμηρο και τους ποιητές, ενώ στον πεζό λόγο χρησιμοποιείται συνηθέστερα η λ. κώπη. Από τον τ. ερετμόν προέρχεται το μετονοματικό ερετμώ καθώς και το κύριο όνομα Ερετμεύς που απαντά στον Όμηρο, ο ίδιος δε ο τ. ερετμόν εμφανίζεται σε αρκετά σύνθετα ως β’ συνθετικό: δολιχήρετμος, εξήρετμος, επήρετμος, ευήρετμος, ισήρετμος, λευκήρετμος, φιλήρετμος.
Greek Monotonic
ἐρετμόν: τό (ἐρέσσω), Λατ. remus, κουπί, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· λέγεται για φτερούγες, βλ. ἐρέσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἐρετμόν: τό (в прозе κώπη) весло Hom., Pind., Aesch., Eur., Her.
Middle Liddell
ἐρέσσω
Lat. remus, an oar, Od., Eur.: —of wings, v. ἐρέσσω II. 1.