συγγνώμων: Difference between revisions
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syggnomon | |Transliteration C=syggnomon | ||
|Beta Code=suggnw/mwn | |Beta Code=suggnw/mwn | ||
|Definition=ον, gen. ονος: (<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> συγγιγνώσκω <span class="bibl">1</span>):—<b class="b2">agreeing with</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span> 770c</span>; σφίσι <span class="bibl">App.<span class="title">BC</span>2.122</span>; <b class="b3">τῆς ἀνάγκης</b> <b class="b2">about . .</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cleom.</span>10</span>; <b class="b2">sharing knowledge with</b>, <b class="b3">ἀλλήλοισι</b> cj. in <span class="bibl">Hp.<span class="title">Vict.</span>1.6</span> (<span class="title">Vorsokr.</span>i <span class="bibl">p.106</span>). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> (<b class="b3">συγγιγνώσκω</b> IV) <b class="b2">disposed to pardon</b> or | |Definition=ον, gen. ονος: (<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> συγγιγνώσκω <span class="bibl">1</span>):—<b class="b2">agreeing with</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span> 770c</span>; σφίσι <span class="bibl">App.<span class="title">BC</span>2.122</span>; <b class="b3">τῆς ἀνάγκης</b> <b class="b2">about . .</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cleom.</span>10</span>; <b class="b2">sharing knowledge with</b>, <b class="b3">ἀλλήλοισι</b> cj. in <span class="bibl">Hp.<span class="title">Vict.</span>1.6</span> (<span class="title">Vorsokr.</span>i <span class="bibl">p.106</span>). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> (<b class="b3">συγγιγνώσκω</b> IV) <b class="b2">disposed to pardon</b> or [[forgive]], [[indulgent]], <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>645</span>, cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>921a</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1143a19</span>; <b class="b3">σ. εἶναί τινι</b> to be [[indulgent]], show favour to a person, <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>2.2.14</span>; <b class="b3">σ. εἶναί τινος</b> to be <b class="b2">disposed to forgive</b> a thing, <span class="bibl">E.<span class="title">Med.</span>870</span>, cf. <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>6.1.37</span>; σ. τινί τινος <span class="bibl">D.H.1.58</span>; <b class="b3">ξυγγνώμονες ἔστε [τισι] κολάζεσθαι, τῆς τιμωρίας τυγχάνειν</b>, [[allow]] them to... <span class="bibl">Th.2.74</span>; <b class="b3">τὸ σύγγνωμον</b> [[indulgence]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>757e</span>; Ἀπόλλωνι καὶ Ἀσκληπιῷ συγγνώμοσιν <span class="title">IG</span>42(1).432 (Epid., iv A.D.). </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> Pass., <b class="b2">pardoned, deserving pardon</b> or [[indulgence]], ξ. ἐστὶ τὸ ἀκούσιον <span class="bibl">Th.3.40</span>; ξ. τι γίγνεσθαι πρὸς τοῦ θεοῦ <span class="bibl">Id.4.98</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 23:16, 29 June 2020
English (LSJ)
ον, gen. ονος: (
A συγγιγνώσκω 1):—agreeing with, Pl.Lg. 770c; σφίσι App.BC2.122; τῆς ἀνάγκης about . ., Plu.Cleom.10; sharing knowledge with, ἀλλήλοισι cj. in Hp.Vict.1.6 (Vorsokr.i p.106). II (συγγιγνώσκω IV) disposed to pardon or forgive, indulgent, E.Fr.645, cf. Pl.Lg.921a, Arist.EN1143a19; σ. εἶναί τινι to be indulgent, show favour to a person, X.Mem.2.2.14; σ. εἶναί τινος to be disposed to forgive a thing, E.Med.870, cf. X.Cyr.6.1.37; σ. τινί τινος D.H.1.58; ξυγγνώμονες ἔστε [τισι] κολάζεσθαι, τῆς τιμωρίας τυγχάνειν, allow them to... Th.2.74; τὸ σύγγνωμον indulgence, Pl.Lg.757e; Ἀπόλλωνι καὶ Ἀσκληπιῷ συγγνώμοσιν IG42(1).432 (Epid., iv A.D.). 2 Pass., pardoned, deserving pardon or indulgence, ξ. ἐστὶ τὸ ἀκούσιον Th.3.40; ξ. τι γίγνεσθαι πρὸς τοῦ θεοῦ Id.4.98.
German (Pape)
[Seite 962] ον, 1) verzeihend; τῶν εἰρημένων συγγνώμονα εἶναι, Eur. Med. 870; θεοὺς παραιτήσῃ συγγνώμονάς σοι εἶναι, εἴ τι παρημέληκας, Xen. Mem. 2, 2, 14; ἁμαρτημάτων συγγν. καὶ πρᾷος, Cyr. 6, 1, 37; τὸ ἐπιεικὲς καὶ ξύγγνωμον, Plat. Legg. VI, 757, d, vgl. X, 906 c; συγγνώμονες ἔστε, gewähret, Thuc. 2, 74; – pass. was Verzeihung verdient, verzeihlich, erlaubt, ξ ύγγνωμόν τι γίγνεσθαι καὶ πρὸς θεοῦ, Thuc. 4. 98. – 2) übereinstimmend, derselben Meinung; App. B. C. 2, 122; Plut. Cleom. 10.
Greek (Liddell-Scott)
συγγνώμων: Ἀττ. ξυγγν-, ον, γενικ. -ονος· (συγγιγνώσκω Ι)· - ἔχων τὴν αὐτὴν γνώμην, ὁμογνώμων, σύμφωνος, Πλάτ. Νόμ. 770C· τινι Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 122· τινος, περί τινος πράγματος, Πλουτ. Κλεομ. 10. ΙΙ. (συγγιγνώσκω IV), διατεθειμένος νὰ παράσχῃ συγγνώμην, ἐπιεικής, Εὐρ. Ἀποσπ. 1030, Πλάτ. Νόμ. 921Α· συγγν. εἰμί τινι, χαρίζομαι πρός τινα, δεικνύω εὔνοιαν πρός τινα, εἶμαι εὐμενής, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 14· σ. εἰμί τινος, εἶμαι διατεθειμένος νὰ συγχωρήσω τι, Εὐρ. Μήδ. 870, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 6. 1, 37· σ. τινί τινος Διον. Ἁλ. 1. 58· - ξυγγνώμονες δὲ ἔστε τῆς μὲν ἀδικίας κολάζεσθαι τοῖς ὑπάρχουσι προτέροις, τῆς δὲ τιμωρίας τυγχάνειν τοῖς ἐπιφέρουσι νομίμως Θουκ. 2. 74· - τὸ ξύγγνωμον, συγγνώμη, τὸ χαρίζεσθαι, Πλάτ. Νόμ. 757D. 2) Παθ., ἄξιος συγγνώμης, ξ. ἐστὶ τὸ ἀκούσιον Θουκ. 3. 40· ξ. τι γίγνεται, παρέχεται συγγνώμη, ὁ αὐτ. 4. 98. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154.
French (Bailly abrégé)
ων, ον :
1 qui est du même avis : τινος qui est d’accord sur qch;
2 qui pardonne, indulgent, clément : τινι envers qqn ; τινος au sujet de qch ; συγγνώμων τινί avec un inf., indulgent envers qqn pour;
3 pardonnable.
Étymologie: συγγιγνώσκω.
Greek Monolingual
και αττ. τ. ξυγγνώμων, -ύγγνωμον, Α
1. αυτός που έχει την ίδια γνώμη, που συμφωνεί με κάποιον («νῡν δὲ τῆς ἀνάγκης ἔχειν συγγνώμονα τὸν Λυκοῡργον», Πλούτ.)
2. αυτός που γνωρίζει κάτι μαζί με άλλον
3. πρόθυμος στο να συγχωρεί, επιεικής
4. (με παθ. σημ.) άξιος συγγνώμης («ξύγγνωμον δ' ἐστὶ τὸ ἀκούσιον», Θουκ.)
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ ξύγγνωμον
η συγγνώμη
6. φρ. α) «συγγνώμων εἰμί τινι» — είμαι ευνοϊκός απέναντι σε κάποιον (Ευρ.)
β) «συγγνώμων εἰμί τινος» — είμαι διατεθειμένος να συγχωρήσω κάποιον ή κάτι (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. προ-γνώμων.
Greek Monotonic
συγγνώμων: Αττ. ξυγγν-, -ον, γεν. -ονος (συγγιγνώσκω III),
1. αυτός που έχει την τάση να συγχωρεί, σπλαχνικός, επιεικής, ενδοτικός, σε Ξεν.· συγγνώμων εἶναί τινος, είμαι διατεθειμένος να συγχωρήσω κάτι, σε Ευρ.
2. Παθ., αυτός που έχει λάβει συγχώρηση, που αξίζει συγγνώμη ή επιείκεια, συγγνωστός, επιδεκτικός συγχώρησης, συγχωρήσιμος, σε Θουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγγνώμων -ον, gen. -ονος Att. ook ξυγγνώμων [συγγιγνώσκω] van personen van dezelfde mening (als); (het) eens (met), instemmend (met), met dat..; ὑμᾶς... ἡμῖν βουλόμεθα συγγνώμονας... γίγνεσθαι we willen dat jullie het met ons eens worden Plat. Lg. 770c; met dat. en inf..; ξυγγνώμονες... ἔστε... κολάζεσθαι τοῖς ὑπάρχουσι προτέροις jullie moeten ermee instemmen dat degenen die als eersten zijn begonnen worden gestraft Thuc. 2.74.2; met gen. van zaak over of in iets:. τῆς ἀνάγκης ἔχειν συγγνώμονα τὸν Λυκοῦργον dat hij Lycurgus als medestander had in de dwang (die hij gebruikte) Plut. Agis et Cl. 31(10).8. begripvol, vergevingsgezind, toegeeflijk, met dat. jegens iem.:; τοὺς... θεοὺς παραιτήσῃ συγγνώμονάς σοι εἶναι jij zult de goden vragen om je vergevingsgezind te zijn Xen. Mem. 2.2.14; met gen. voor iets:; τῶν εἰρημένων voor wat er gezegd is Eur. Med. 870; subst.. τὸ σύγγνωμον de toegeeflijkheid Plat. Lg. 757d. van zaken vergeeflijk:. ξ. ἐστὶ τὸ ἀκούσιον wat onvrijwillig gedaan wordt, is vergeeflijk Thuc. 3.40.
Russian (Dvoretsky)
συγγνώμων: 2, gen. ονος
1) соглашающийся, согласный: σ. τινός Plut. согласный с чем-л.; συγγνώμονες ἔστε Thuc. дайте согласие;
2) дарующий прощение, извиняющий, снисходительный (σ. τῶν ἀνθρωπίνων ἁμαρτημάτων Xen.): σ. τινὶ εἶναι Xen. быть снисходительным к кому-л.;
3) заслуживающий извинения, простительный: ξύγγνωμον δ᾽ ἐστὶ τὸ ἀκούσιον Thuc. простительно (лишь) то, что сделано помимо воли.
Middle Liddell
συγγιγνώσκω III]
1. disposed to pardon, indulgent, Xen.; ς. εἶναί τινος to be disposed to forgive a thing, Eur.
2. pass. pardoned, deserving pardon or indulgence, allowable, Thuc.