κατερύω: Difference between revisions
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kateryo | |Transliteration C=kateryo | ||
|Beta Code=kateru/w | |Beta Code=kateru/w | ||
|Definition=Ion. κατ-ειρύω, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[draw]], [[haul down]], freq. in Od. of ships, τήν γε [σχεδίην] κατείρυσεν εἰς ἅλα δῖαν <span class="bibl">5.261</span>:—Pass., νηῦς τε κατείρυσται <span class="bibl">8.151</span>, etc.; so κατειρύσαντες ἐς Σαλαμῖνα τὰ ναυήγια <span class="bibl">Hdt.8.96</span>; also <b class="b3">κ. οὔθατα μόσχου</b> | |Definition=Ion. κατ-ειρύω, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[draw]], [[haul down]], freq. in Od. of ships, τήν γε [σχεδίην] κατείρυσεν εἰς ἅλα δῖαν <span class="bibl">5.261</span>:—Pass., νηῦς τε κατείρυσται <span class="bibl">8.151</span>, etc.; so κατειρύσαντες ἐς Σαλαμῖνα τὰ ναυήγια <span class="bibl">Hdt.8.96</span>; also <b class="b3">κ. οὔθατα μόσχου</b> [[to draw]] or [[milk]] them, <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>552</span>; <b class="b3">τόξα κ</b>. [[draw]] a bow, <span class="title">AP</span>9.16 (Mel.):—Med., <b class="b3">κὰδ δ' ἄρα λαῖφος ἐρυσσάμενοι</b> [[unfurling]], <span class="bibl">A.R.2.931</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:25, 30 June 2020
English (LSJ)
Ion. κατ-ειρύω,
A draw, haul down, freq. in Od. of ships, τήν γε [σχεδίην] κατείρυσεν εἰς ἅλα δῖαν 5.261:—Pass., νηῦς τε κατείρυσται 8.151, etc.; so κατειρύσαντες ἐς Σαλαμῖνα τὰ ναυήγια Hdt.8.96; also κ. οὔθατα μόσχου to draw or milk them, Nic.Th.552; τόξα κ. draw a bow, AP9.16 (Mel.):—Med., κὰδ δ' ἄρα λαῖφος ἐρυσσάμενοι unfurling, A.R.2.931.
German (Pape)
[Seite 1397] (s. ἐρύω), herunter-, herabziehen, z. B. Schiffe vom Lande ins Meer, εἰς ἅλα Od. 5, 261; pass., νῆα κατειρύσθαι 14, 332, sp. D.; – ion. κατειρύω, Her. 8, 96; s. auch Orph. Arg. 242 Nic. Ther. 552.
Greek (Liddell-Scott)
κατερύω: Ἰων. -ειρύω: μέλλ. -ύσω, καθέλκω, καθελκύω·- σύρω κάτω, καταβιβάζω ἐκ τῆς ξηρᾶς εἰς τὴν θάλασσαν, συχνάκις ἐν τῇ Ὀδ. ἐπὶ πλοίων, Λατ. deducere naves, τήν γε νῆα κατείρυσεν εἰς ἅλα δῖαν μοχλοῖσιν, ἐν τῷ πεζῷ, καθελκύσαι ναῦν, Ε. 261, κτλ.· καὶ ἐν τῷ παθ., Θ. 151· νῆα κατειρύσθαι Ξ. 332, κτλ.· οὕτω, κατειρύσαντες ἐς Σαλαμῖνα τὰ ναυήγια Ἡρόδ. 8. 96·- ὡσαύτως, κατείρυσε οὔθατα μόσχου, ἤμελξεν, (Σχολ. «καταρρεῦσαι ἐποίησεν»), Νικ. Θηρ. 552· κ. τόξα, ἕλκω, ἐντείνω τόξον, Ἀνθ. Π. 9. 16·- ἐν τῷ μέσ., κὰδ δ’ ἄρα λαῖφος ἐρυσσάμενοι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 931.
French (Bailly abrégé)
1 tirer en bas : εἰς ἅλα OD mettre (des vaisseaux) à la mer;
2 amener jusqu’à : ἐς Σαλαμῖνα τὰ ναυήγια HDT jusqu’à Salamine les épaves du naufrage.
Étymologie: κατά, ἐρύω.
English (Autenrieth)
aor. κατείρυσε, pass. perf. κατείρυσται, κατειρύσθαι: draw down, launch a vessel.
Greek Monolingual
κατερύω, ιων. τ. κατειρύω (Α)
1. (σχετικά με πλοία) σύρω από την ξηρά στη θάλασσα, καθέλκω («τήν γε κατείρυσαν εἰς ἅλα δῑαν», Ομ. Οδ.)
2. αρμέγω («κατείρυσε οϋθατα μόσχου», Νίκ.)
3. (σχετικά με τόξο) τραβώ, τεντώνω
4. μέσ. κατερύομαι
(σχετικά με πανί πλοίου) ανοίγω, ξεδιπλώνω («κάδ. δ' ἄρα λαῑφος ἐρυσσάμενοι», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐρύω «σύρω, έλκω»].
Greek Monotonic
κατερύω: Ιων. -ειρύω, μέλ. -ύσω [ῠ],
1. καθέλκω ή τραβώ προς τα κάτω, λέγεται για πλοία, Λατ. deducere naves, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. — Παθ., νηῦςτε κατείρυσται, σε Ομήρ. Οδ.
2. κ. τόξα, τεντώνω το τόξο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κατερύω: ион. κατειρύω
1) (тж. κ. εἰς ἅλα Hom.) стаскивать, спускать (на воду) (τὴν σχεδίην Hom.);
2) приводить, доставлять (τὰ ναυήγια ἐς τὴν Σαλαμῖνα Her.);
3) натягивать (τὰ τόξα Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-ερύω, Ion. ptc. aor. κατειρύσαντες, trekken, neertrekken, van schepen. κ. εἰς ἅλα in zee trekken Od. 5.261; κατειρύσαντες ἐς τὴν Σαλαμῖνα ( τὰ ναυήγια ) toen zij de scheepswrakken naar Salamis gesleept hadden Hdt. 8.96.1; τόξα κ. een boog spannen AP 9.16.3.
Middle Liddell
ionic -ειρύω fut. ύσω
1. to draw or haul down, of ships, Lat. deducere naves, Od., Hdt.:—Pass., νηῦς τε κατείρυσται Od.
2. κ. τόξα to draw a bow, Anth.