καλχαίνω: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kalchaino | |Transliteration C=kalchaino | ||
|Beta Code=kalxai/nw | |Beta Code=kalxai/nw | ||
|Definition=(κάλχη) prop. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[make purple]]:—Pass., | |Definition=(κάλχη) prop. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[make purple]]:—Pass., [[to be purple]], <span class="bibl">Nic. <span class="title">Th.</span>641</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> metaph. (cf. [[πορφύρω]]), [[make dark and troublous]] like a stormy sea, [[ponder deeply]], κ. ἔπος <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>20</span>; ἀμφὶ τέκνοις <span class="bibl">E.<span class="title">Heracl.</span> 40</span>: c. inf., [[long]], [[desire]], Lyc.1457; cf. sq.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:00, 1 July 2020
English (LSJ)
(κάλχη) prop.
A make purple:—Pass., to be purple, Nic. Th.641. II metaph. (cf. πορφύρω), make dark and troublous like a stormy sea, ponder deeply, κ. ἔπος S.Ant.20; ἀμφὶ τέκνοις E.Heracl. 40: c. inf., long, desire, Lyc.1457; cf. sq.
German (Pape)
[Seite 1315] (κάλχη, eigtl. aussehen wie das stürmische Meer, VLL. ἐκ βάθους ταράσσεται, vgl. πορφύρω, nur übertr.), in bewegter Gemüthsstimmung sein, sorgend nachdenken, nachsinnen über Etwas; δηλοῖς γάρ τι καλχαίνουσα ἔπος Soph. Ant. 20; ἀμφὶ τοῖσδε καλχαίνων τέκνοις, sorgend, Eur. Herc. Fur. 40; Lycophr. 1457 λέκτρων στερηθεὶς ὧν ἐκάλχαινεν τυχεῖν, heftig wünschen. – Bei Nic. Th. 641 ist καλχαίνεται v. l. für πορφύρεται, mit Purpur gefärbt.
Greek (Liddell-Scott)
καλχαίνω: (κάλχη) κυρίως, κάμνω τι πορφυροῦν. ― Παθ., εἶμαι πορφυροῦς, Νικ. Θ. 641. ΙΙ. μεταφ., ὡς τὸ Ὁμηρικὸν πορφύρω (πρβλ. Κάλχας), κάμνω τι σκοτεινὸν καὶ ταραχῶδες ὅμοιον πρὸς τὴν τρικυμιώδη θάλασσαν, σκέπτομαι ἢ ἐξετάζω τι κατὰ βάθος, Λατ. volutare, καλ. ἔπος Σοφ. Ἀντ. 20· ἀμφί τινι Εὐρ. Ἡρακλ. 40· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., ἐπιθυμῶ, ποθῶ, λέκτρων στερηθείς, ὧν ἐκάλχαινε τυχεῖν Λυκόφρ. 1457.
French (Bailly abrégé)
avoir la couleur foncée de la pourpre ; abs. avoir une teinte sombre ; fig. être sombre, être plongé dans des réflexions ; τι, méditer profondément qch.
Étymologie: κάλχη.
Greek Monolingual
καλχαίνω (Α)
1. κάνω κάτι πορφυρό, δίνω σε κάτι πορφυρό χρώμα
2. μτφ. κάνω κάτι σκοτεινό και ταραχώδες σαν την τρικυμιώδη θάλασσα
3. ταράσσω τον νου μου, ανησυχώ, σκέπτομαι ή εξετάζω κάτι κατά βάθος («Δηλοῑς γάρ τι καλχαίνουσ' ἔπος», Σοφ.)
4. μτφ. επιθυμώ πολύ, ποθώ, λαχταρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλχη + -αίνω (πρβλ. κερδ-αίνω). Η σημ. «ταράζομαι, ανησυχώ» του ρ. καλχαίνω απαντά στον ποιητικό λόγο και οφείλεται πιθ. στη σημ. του ρ. πορφύρω «ταράζομαι», το οποίο συνδέθηκε παρετυμολογικά με το ουσ. πορφύρα, που, με τη σειρά του, συνδέεται σημασιολογικά με τη λ. κάλχη «πορφύρα»].
Greek Monotonic
καλχαίνω: (κάλχη), κυρίως, κάνω κάτι βυσσινί, πορφυρό· μεταφ., καθιστώ κάτι σκοτεινό και το αναταράζω όπως τη φουρτουνιασμένη θάλασσα, συλλογίζομαι, ζυγιάζω με το νου εις βάθος, σε Σοφ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
καλχαίνω: быть омраченным, быть озабоченным (ἀμφὶ τοῖς τέκνοις Eur.): δηλοῖς τι καλχαίνουσα ἔπος Soph. ты, кажется, чем-то взволнована.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλχαίνω [κάλχη: purperslak; vgl. πορφύρω] peinzen, piekeren, bezorgd zijn:. δηλοῖς γάρ τι καλχαίνουσ ’ ἔπος het is namelijk duidelijk dat jij piekert over wat je gaat zeggen Soph. Ant. 20; ἐγὼ μὲν ἀμφὶ τοῖσδε καλχαίνων τέκνοις ik ben bezorgd om deze kinderen Eur. Hcld. 40.
Middle Liddell
καλχαίνω, κάλχη
properly, to make purple: metaph. to make dark and troublous like a stormy sea, to ponder deeply, Soph., Eur.