οἴγω: Difference between revisions
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oigo | |Transliteration C=oigo | ||
|Beta Code=oi)/gw | |Beta Code=oi)/gw | ||
|Definition=<span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>819</span>, etc. ; later οἴγνυμι, <span class="title">AP</span>9.356 (Leon.) : fut. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> οἴξω <span class="bibl">E.<span class="title">Cyc.</span>502</span> : aor. ᾦξα <span class="bibl">Il.24.457</span> ; but augm. forms usu. have <b class="b3">ὠϊ-</b> in Ep. (v. infr.) ; part. οἴξας Il. (v. infr.) : Ion. pf. Pass. ὤϊκται <span class="bibl">Herod.4.55</span> : the compd. | |Definition=<span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>819</span>, etc. ; later οἴγνυμι, <span class="title">AP</span>9.356 (Leon.) : fut. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> οἴξω <span class="bibl">E.<span class="title">Cyc.</span>502</span> : aor. ᾦξα <span class="bibl">Il.24.457</span> ; but augm. forms usu. have <b class="b3">ὠϊ-</b> in Ep. (v. infr.) ; part. οἴξας Il. (v. infr.) : Ion. pf. Pass. ὤϊκται <span class="bibl">Herod.4.55</span> : the compd. [[ἀνοίγνυμι]] or [[ἀνοίγω]] (q. v.) is much commoner, cf. also [[διοίγνυμι]] :—[[open]], οἴξασα κληῖδι θύρας <span class="bibl">Il.6.89</span> ; <b class="b3">τῇσι θύρας ὤϊξε</b> ib.<span class="bibl">298</span> ; οἴγειν κλῇθρα προσπόλοις λέγω <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>332</span> ; ξενῶνας οἴξας <span class="bibl">Id.<span class="title">Alc.</span>547</span>, cf. <span class="title">Com.Adesp.</span>1211 : abs., <b class="b3">ᾦξε γέροντι</b> he [[opened the door]] for the old man, <span class="bibl">Il.24.457</span> ; also <b class="b3">[οἶνον]… ὤϊξεν ταμίη</b> she [[opened]] the wine, <span class="bibl">Od.3.392</span> ; <b class="b3">οἶγε πίθον</b> [[open]] the wine-jar, Hes. l. c. ; πρὸς φίλους οἴγειν στόμα <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>611</span> :—Pass., <b class="b3">πᾶσαι δ' ὠΐγνυντο</b> (v.l. [[ὠΐγοντο]], i. e. <b class="b3">ὠείγ-</b>, in <span class="bibl"><span class="title">PHib.</span>21</span>) πύλαι <span class="bibl">Il.2.809</span>, <span class="bibl">8.58</span> ; οἰχθέντος Ὡρᾶν θαλάμου <span class="bibl">Pi.<span class="title">Fr.</span>75.14</span> ; ἡ θύρη… ὤϊκται Herod. l. c. (Aeol. inf. ὀείγην <span class="title">IG</span>12(2).6.43 (Mytil.) ; part. ὀείγων <span class="bibl">Alc.225</span> Lobel : prob. <b class="b3">ὀ-ϝ ειγ-</b> and <b class="b3">ὀ-ϝῐγ-</b>, cf. Skt. <b class="b2">véga-</b> 'quick movement' ; cf. <b class="b3">ἐπῴχατο, προσοίγνυμι</b>.) </span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 10:00, 8 July 2020
English (LSJ)
Hes.Op.819, etc. ; later οἴγνυμι, AP9.356 (Leon.) : fut.
A οἴξω E.Cyc.502 : aor. ᾦξα Il.24.457 ; but augm. forms usu. have ὠϊ- in Ep. (v. infr.) ; part. οἴξας Il. (v. infr.) : Ion. pf. Pass. ὤϊκται Herod.4.55 : the compd. ἀνοίγνυμι or ἀνοίγω (q. v.) is much commoner, cf. also διοίγνυμι :—open, οἴξασα κληῖδι θύρας Il.6.89 ; τῇσι θύρας ὤϊξε ib.298 ; οἴγειν κλῇθρα προσπόλοις λέγω E.HF332 ; ξενῶνας οἴξας Id.Alc.547, cf. Com.Adesp.1211 : abs., ᾦξε γέροντι he opened the door for the old man, Il.24.457 ; also [οἶνον]… ὤϊξεν ταμίη she opened the wine, Od.3.392 ; οἶγε πίθον open the wine-jar, Hes. l. c. ; πρὸς φίλους οἴγειν στόμα A.Pr.611 :—Pass., πᾶσαι δ' ὠΐγνυντο (v.l. ὠΐγοντο, i. e. ὠείγ-, in PHib.21) πύλαι Il.2.809, 8.58 ; οἰχθέντος Ὡρᾶν θαλάμου Pi.Fr.75.14 ; ἡ θύρη… ὤϊκται Herod. l. c. (Aeol. inf. ὀείγην IG12(2).6.43 (Mytil.) ; part. ὀείγων Alc.225 Lobel : prob. ὀ-ϝ ειγ- and ὀ-ϝῐγ-, cf. Skt. véga- 'quick movement' ; cf. ἐπῴχατο, προσοίγνυμι.)
Greek (Liddell-Scott)
οἴγω: Ἡσ., κλ.· μεταγεν. οἴγνυμι Ἀνθ. Π. 9. 356 (πρβλ. ἀνοίγνυμι)· μέλλ. οἴξω Εὐρ. Κύκλ. 502· ἀόρ. ᾦξα Ἰλ. Ω 457· ἀλ’ οἱ Ἐπικ. συνήθως διαιροῦσι τὴν δίφθογγον εἰς τοὺς μετ’ αὐξήσεως τύπους, ὤϊξεν, ὤϊξαν· μετοχ. οἴξας Ἰλ. - Παθ., ἴδε κατωτ.· - τὸ σύνθετον ἀνοίγνυμι ἢ ἀνοίγω εἶναι πολλῷ συνηθέστερον, ἴδε ἐν λέξ.· καὶ διοίγνυμι. Ἀνοίγω, οἴξασα κληῖδα θύρας Ἰλ. Ζ. 89· τῇσι θύρας ὤιξε αὐτόθι 298· οἴγειν κλῇθρα προσπόλοις λέγω Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 332· ξενῶνας οἴξας ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 547· ἀπολ., ᾦξε γέροντι, ἀνέῳξε τὴν θύραν εἰς τὸν γέροντα, Ἰλ. Ω. 457· ὡσαύτως, [[[οἶνον]]] ... ὤιξεν ταμίη, ἤνοιξε τὸν οἶνον, Ὀδ. Γ. 392· οἶγε πίθον, ἄνοιξον τὸν πίθον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 817· πρὸς φίλους οἴγειν στόμα Αἰσχύλ. Πρ. 611· ξενῶνας οἶγε Κωμ. Ἀνών. 17. - Παθ., πᾶσαι δ’ ὠΐγνυντο πύλαι Ἰλ. Β. 809., Θ. 58· οἰχθέντος θαλάμου Πινδ. Ἀποσπ. 45. 13· ὅταν ἅπαξ οἰχθῇ [ἡ ὑστέρα] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 7, 5.
French (Bailly abrégé)
f. οἴξω, ao. ᾦξα, pf. inus.
Pass. ao. ᾤχθην, pf. ἔῳγμαι;
ouvrir : τι, qch (une porte, la bouche, etc.) ; abs. οἴγειν τινί IL ouvrir la porte à qqn.
Étymologie: DELG faits obscurs.
English (Slater)
οἴγω
1 open οἰχθεισᾶν πυλᾶν (“durchs Tor, das sich öffnete” Radt, Mnem., 1966, 150̆{1}) (N. 1.41) ]ντας οἴγειν[ (Snell, sed alia possis) Πα. 12. a. 13. φοινικεάνων οἰχθέντος ὡρᾶν θαλάμου fr. 75. 14.
Greek Monolingual
οἴγω και ὀείγω και οἴγνυμι (Α)
(ποιητ. τ.)
1. ανοίγω («οἴξασα κληΐδα θύρας», Ομ. Ιλ.)
2. φρ. «οἴγω στόμα» — ανοίγω το στόμα μου, αρχίζω να μιλώ (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η μαρτυρία στα ομηρικά κείμενα τών τ. ἀνέῳγον και ὠίγνυντο παρουσιάζει πολλά προβλήματα. Πολλοί θεωρούν αρχικό τ. το λεσβ. ὀείγω (< ὀFείγω), στη μηδενισμένη βαθμίδα του οποίου ανάγεται το ομηρικό ὠίγννυτο (< ὀFιγνυται, ὠFίγνυτο). Κατά την ίδια άποψη, οι τ. ἀναοίγεσκον, ἀνέῳγε, ἀνέῳξε πρέπει να αναχθούν σε αμάρτυρους αρχικούς τ. ἀν-ο-Fείγεσκον, ἀν-όFειγε, ἀν-ό-Fειξε (πρβλ. και επείγω), όπου το -ο- είναι πρόθεση ή πρόθημα (πρβλ. ὀ-[ΙΙ]). Οι αττ. τ., πάντως, ἀνέῳγε, ἀνέῳξε προϋποθέτουν θ. -Fοιγ- και αύξηση ἠ- ( ἀν-η-Fοιγ-) και ο τελικός σχηματισμός τους σε αν-έ-ῳγ- οφείλεται πιθ. σε αναλογική επίδραση τύπων όπως ἐᾱγην (< ηFᾰγ-), ἑᾱλων (< ηFᾰλ-), ἐώρων (< ηFορ-), που προέρχονται από αντιμεταχωρηση. Σε ρίζα Fειγ-, Fιγ- εκτός από τα ελλ. οἴγω, ὀείγω θα μπορούσαν να αναχθούν τα αρχ. ινδ. vijate, vejate «απωθώ, απομακρύνω» και vega «βίαιη κίνηση». Πολλοί μάλιστα πιστεύουν ότι η αρχική σημ. τών οἴγω / οἴγνυμι ήταν «ωθώ, σπρώχνω», από όπου «ανοίγω την πόρτα». Από τους τ. οἴγω και οἴγνυμι ο θεματικός ενεστ. οἴγω είναι αρχαιότερος. Το ρ. οἴγω, τέλος, εμφανίζεται συχνότερα συνθ. με την πρόθεση ἀν(ά). Βλ. και λ. ανοίγω].
Greek Monotonic
οἴγω: οἴγνυμι, σε Ανθ.· μέλ. οἴξω, αόρ. αʹ ᾦξα, επίσης Επικ. ὤϊξα — Παθ., Επικ. γʹ πληθ. παρατ. ὠΐγνυντο, αόρ. αʹ ὠΐχθην· ανοίγω, ὤϊξα θύρας, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., ᾦξε γέροντι, άνοιξε την πόρτα στον ηλικιωμένο άντρα, στο ίδ.· (οἶνον) ὤϊξεν ταμίη, άνοιξε το κρασί διαπερνώντας το πώμα του, σε Ομήρ. Οδ.· πρὸς φίλους οἴγειν στόμα, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
οἴγω: эп. тж. οἴγνῡμι (impf. ἔῳγον и ἐῴγνῡν, fut. οἴξω; pass.: aor. ᾤχθην, pf. ἔῳγμαι; эп. impf. pass. ὠϊγνύμην)
1) открывать, отворять (θύρας κληῗδι Hom.; στόμα πρὸς φίλους Aesch.): ὠΐγνυντο πύλαι Hom. ворота растворились;
2) открывать дверь (τινί Hom.);
3) вскрывать, откупоривать (οἶνον Hom.; πίθον Hes.).
Middle Liddell
to open, ὤιξα θύρας Il.: absol., ὦιξε γέροντι he opened the door to the old man, Il.; οἶνον ὤιξεν ταμίη she broached the wine, Od.; πρὸς φίλους οἴγειν στόμα Aesch.