ἠπύτα: Difference between revisions
Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ipyta | |Transliteration C=ipyta | ||
|Beta Code=h)pu/ta | |Beta Code=h)pu/ta | ||
|Definition=[ῠ], ὁ, Ep. for [[ἠπύτης]] (which is not found), (ἠπύω) <span class="sense" | |Definition=[ῠ], ὁ, Ep. for [[ἠπύτης]] (which is not found), (ἠπύω) <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[calling]], [[crying]], <b class="b3">ἠπύτα κῆρυξ</b> the [[loud-voiced]] herald, <span class="bibl">Il.7.384</span>; <b class="b3">ἠ. σῦριγξ</b> the [[shrill]] pipe, <span class="bibl">Q.S.6.170</span>; πόντος <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>2.136</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 23:00, 12 December 2020
English (LSJ)
[ῠ], ὁ, Ep. for ἠπύτης (which is not found), (ἠπύω) A calling, crying, ἠπύτα κῆρυξ the loud-voiced herald, Il.7.384; ἠ. σῦριγξ the shrill pipe, Q.S.6.170; πόντος Opp.C.2.136.
German (Pape)
[Seite 1175] ὁ, ep. für (das wohl nicht vorkommende) ἠπύτης, der Rufer; κήρυξ, der lautrufende Herold, Il. 7, 384; Τρίτων, p. bei Ael. H. A. 13, 21; πόντος, laut tosend, Opp. Cyn. 2, 136; σῦριγξ, Qu. Sm. 6, 170. Von
Greek (Liddell-Scott)
ἠπύτᾰ: ὁ, Ἐπ. ἀντὶ ἠπύτης (ὅπερ ὅμως δὲν ἀπαντᾷ), πρβλ. ἱππότα, κτλ.· (ἠπύω)· - φωνητής, βοητής, κράκτης, ἠπύτα κήρυξ, ὁ μεγαλόφωνος κήρυξ, Ἰλ. Η. 384· ἠπ. σῦριγξ, ἡ ὀξύφωνος σ., Κόϊντ. Σμ. 6. 170· πόντος Ὀππ. Κ. 2. 136.
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
seul. nom., épq. p. *ἠπύτης;
qui fait du bruit, retentissant.
Étymologie: ἠπύω.
English (Autenrieth)
(for ἠπύτης, ἠπύω): loudcalling, loud-voiced, Il. 7.384†.
Greek Monolingual
ἠπύτα, ὁ, ἡ (Α) ηπύω
φρ. α) «ἠπύτα κῆρυξ» — μεγαλόφωνος κήρυκας» (Ομ. Ιλ.)
β) «ἠπύτα σῡριγξ» — οξύφωνος αυλός, Κόιντ.
Greek Monotonic
ἠπύτα: [ῠ], ὁ, Επικ. αντί ἠπύτης (ἠπύω), κράχτης, διαλαλητής, ντελάλης· ἠπύτα κῆρυξ, μεγαλόφωνος κήρυκας, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἠπύτα: (ῠ) ὁ [вм. *ἠπύτης] громогласный (κῆρυξ Hom.).
Middle Liddell
ἠπύω
calling, crying, ἠπύτα κῆρυξ the loud-voiced herald, Il. [from ἠπύω