προφορά: Difference between revisions
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=profora | |Transliteration C=profora | ||
|Beta Code=profora/ | |Beta Code=profora/ | ||
|Definition=ἡ, (προφέρω) <span class="sense"> | |Definition=ἡ, (προφέρω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[pronunciation]], [[utterance]], <span class="bibl">D.H.<span class="title">Dem.</span>22</span>, <span class="bibl">Ph. 1.50</span>; λέξις καὶ π. Plu.2.41a; π. καὶ γραφῇ Phld.<span class="title">Rh.</span>1.159S.; <b class="b3">τῶν φωνῶν, τοῦ λόγου</b>, <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>1.15</span>,<span class="bibl">203</span>; ῥημάτων <span class="bibl">Hdn.1.8.6</span>; <b class="b3">ὁ κατὰ προφορὰν λόγος, ἐν προφορᾷ λόγος</b>,= <b class="b3">ὁ προφορικὸς λ</b>., <span class="bibl">Ph.1.232</span>, Plu.2.777b. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b2">'procession', going forth</b>, <span class="bibl">Plot.2.9.1</span>; π. καὶ ἐνέργεια <span class="bibl">Id.4.3.2</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[front end]] of a battering-ram, <span class="bibl">Ath.Mech.25.3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">IV</span> [[public reproach]], [[rebuke]], <span class="bibl">Plb.9.33.12</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">V</span> [[decision]] of a court, <span class="bibl"><span class="title">CPR</span> 18.40</span> (ii A.D.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 22:20, 30 December 2020
English (LSJ)
ἡ, (προφέρω) A pronunciation, utterance, D.H.Dem.22, Ph. 1.50; λέξις καὶ π. Plu.2.41a; π. καὶ γραφῇ Phld.Rh.1.159S.; τῶν φωνῶν, τοῦ λόγου, S.E.P.1.15,203; ῥημάτων Hdn.1.8.6; ὁ κατὰ προφορὰν λόγος, ἐν προφορᾷ λόγος,= ὁ προφορικὸς λ., Ph.1.232, Plu.2.777b. II 'procession', going forth, Plot.2.9.1; π. καὶ ἐνέργεια Id.4.3.2. III front end of a battering-ram, Ath.Mech.25.3. IV public reproach, rebuke, Plb.9.33.12. V decision of a court, CPR 18.40 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 797] ἡ, das Vortragen, Vorbringen, ῥημάτων, Hdn. 1, 8, 12, der Vortrag; τόνου, s. προφέρεσθαι, Ath. II, 52 f; φωνῶν, S. Emp. pyrrh. 1, 15; ὁ ἐν προφορᾷ λόγος, = προφορικός, Plut. philos. c. princ. 2; auch der Vorwurf, Pol. 5, 11, 2. 9, 33, 13 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προφορά: ἡ, (προφέρω) ὡς καὶ νῦν, τὸ προφέρειν, ὁ τρόπος τοῦ προφέρειν, περὶ τὴν τῶν ῥημάτων προφορὰν Ἡρῳδιαν. 1. 8, 12, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Δημ. 22, Wyettenb. εἰς Πλούτ. 2. 41Α, Κλήμ. Ἀλ. 203· τῶν φωνῶν, τοῦ λόγου Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1, 15 καὶ 203· - ὁ ἐν προφορᾷ λόγος = ὁ προφορικὸς λ., αὐτόθι 777Β. ΙΙ. ἐπιτίμησις δημοσίᾳ, Πολύβ. 9. 33, 13.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
I. front ou face antérieure;
II. 1 action de proférer, d’énoncer, de produire : ὁ ἐν προφορᾷ λόγος PLUT discours par la parole ; t. de gramm. prononciation;
2 reproche public.
Étymologie: προφέρω.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ προφέρω
ο τρόπος που προφέρει, που εκφωνεί κανείς φθόγγους, λέξεις ή φράσεις, η άρθρωση φθόγγων, λέξεων, φράσεων (α. «έχει ξενική προφορά» β. «φωτὶ γὰρ πρὸς φῶς... οὐδεμία, οὔτε κατὰ τὴν προφοράν, οὔτε κατ' αὐτὴν τὴν ἔννoιαν, ἔστι παραλλαγή», Μέγ. Βασ.
γ. «λέξις καὶ προφορά», Πλούτ.)
μσν.
ορισμός, διατύπωση
μσν.-αρχ.
1. άνετη ροή του λόγου, ευγλωττία («ἀπατᾱν τῇ τοῦ λόγου προφορᾷ καὶ ἑτοιμολογία», Επιφάν.)
2. έκφραση, διατύπωση («οὐ κατὰ τὴν προφορὰν ἀλλὰ κατὰ τὸ τῆς νοήσεως ἐπιτεταμένον», Ωριγ.)
αρχ.
1. πομπή
2. το πρόσθιο μέρος πολιορκητικού κριού
3. δημόσια μομφή, επιτίμηση
4. δικαστική απόφαση
5. φρ. «ὁ κατὰ προφορὰν λόγος» ή «ὁ ἐν προφορᾷ λόγος» — ο προφορικός λόγος.
Russian (Dvoretsky)
προφορά: ἡ
1) произнесение (φωνῶν Sext.): ὁ ἐν προνορᾷ λόγος Plut. речь, выраженная словами;
2) упрек, порицание (ἄξιος ὀνείδους καὶ προφορᾶς Polyb.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προφορά -ᾶς, ἡ [προφέρω] voordracht, manier van uitspreken.