σπίνος: Difference between revisions
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=spinos | |Transliteration C=spinos | ||
|Beta Code=spi/nos | |Beta Code=spi/nos | ||
|Definition=[ῐ], ὁ,= [[σπίζα]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>1079</span>, <span class="bibl"><span class="title">Pax</span> 1149</span>, <span class="bibl">Eub.150.5</span>, <span class="bibl">Thphr. <span class="title">Sign.</span>39</span>; <span class="sense"><span class="bld">A</span> σ. ἠῷα σπίζων <span class="bibl">Arat.1024</span>; also σπίννος, <span class="title">Gloss.</span>; cf. | |Definition=[ῐ], ὁ,= [[σπίζα]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>1079</span>, <span class="bibl"><span class="title">Pax</span> 1149</span>, <span class="bibl">Eub.150.5</span>, <span class="bibl">Thphr. <span class="title">Sign.</span>39</span>; <span class="sense"><span class="bld">A</span> σ. ἠῷα σπίζων <span class="bibl">Arat.1024</span>; also σπίννος, <span class="title">Gloss.</span>; cf. [[σπίγγος]], [[σπίνα]], [[σπινθίον]]. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> a kind of [[stone]], which blazes when water touches it, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mir.</span>832b29</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Lap.</span>13</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:00, 1 January 2021
English (LSJ)
[ῐ], ὁ,= σπίζα, Ar.Av.1079, Pax 1149, Eub.150.5, Thphr. Sign.39; A σ. ἠῷα σπίζων Arat.1024; also σπίννος, Gloss.; cf. σπίγγος, σπίνα, σπινθίον. II a kind of stone, which blazes when water touches it, Arist.Mir.832b29, Thphr.Lap.13.
German (Pape)
[Seite 922] ὁ, ein kleiner Vogel; Ar. Pax 1115 Av. 1079; nach seiner piependen seinen Stimme benannt, auch zu Markte gebracht und gegessen, nach Einigen der Zeisig, nach Andern der Finke, = σπίζα, der noch jetzt auf Chios σπίνος heißt; Arat. 1024; Ael. H. A. 4, 60; Ath. II, 65, wo aus Eubul. com. eine Stelle angeführt ist. – Bei Arist. mirab. 41 u. Theophr. eine Steinart, die sich durch Wasser entzündet, vielleicht Alaunschiefer.
Greek (Liddell-Scott)
σπίνος: ὁ, (σπίζω) πτηνὸν τι μικρόν, ἡ σπίνα, Fringilla spinus, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1079, Εἰρ. 1149, Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 15a. 5, κτλ.· σπ. στρουθὸς Θοφρ. π. Σημ. Ὑδάτ. 3. 2· -τὸ ὄνομα σπίνος ἔτι διαηρεῖαι ἐν Χίῳ. - Παρ’ Ἡσύχ. ὡσαύτως σπίνα, σπίγγος. ΙΙ. εἶδος λίθου ἀνάπτοντος εὐθὺς ὡς ἐγγίσῃ ὐτὸν ὕδωρ, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 41, Θεοφρ. π. Λίθ. 13.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. σπῖνος.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και σπίννος Α
κοινή σήμερα ονομασία στρουθιόμορφων ωδικών πτηνών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκουν στο γένος fringilla της οικογένειας φρινγκιλλίδες, από τα οποία απαντούν στην Ελλάδα το είδος Fringilla coelebs, κν. σπίνος, και το είδος Fringilla montifringilla, κν. χειμωνόσπινος
αρχ.
ονομασία λίθου για τον οποίο πίστευαν ότι ανάβει όταν έλθει σε επαφή με το νερό («ὃν δὲ καλοῡσι σπίνον, ὃς ἦν ἐν τοῑς μετάλλοις... ἐν τῷ ἡλίῳ τιθέμενος καίεται, καὶ μᾱλλον ἐὰν ἐπιψεκάσῃ... τις», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σπίνος ανάγεται στην ίδια οικογένεια με το ρ. σπίζω (ΙΙ) «φωνάζω σαν σπίζα, βγάζω τον ήχο σπι-σπι» και το προσηγορικό σπίζα «γένος ωδικών πτηνών» (πιθ. < ΙΕ ρίζα spingo- «σπίνος», βλ. λ. σπίζω [ΙΙ]). Ο σχηματισμός του τ. σπίνος, ωστόσο, έχει επηρεαστεί πιθανότατα από το επίθ. σπινός «ισχνός» (πρβλ. σουηδ. spink, ονομασία πουλιού, και spinke «αδύνατος, ισχνός άνθρωπος»)].
Greek Monotonic
σπίνος: ὁ, μικρό πτηνό του γένους Fringilla spinus, σπίνος, καρδερίνα, κριθολόγος, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
σπίνος: (ῐ) ὁ
1) зяблик, по друг. чиж Arph.;
2) спин (квасцеобразный минерал) Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπίνος -ου, ὁ vink (vogel).
Frisk Etymological English
Meaning: finch
See also: s. σπίζω.
Middle Liddell
σπίνος, ὁ,
a bird of the finch kind, the siskin, Ar.