κατόρθωσις: Difference between revisions
μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow
mNo edit summary |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατόρθωσις]], -ώσεως, η (ΑΜ) [[κατορθώ]]<br />[[επιτυχής]] [[εκτέλεση]], [[επιτυχία]], [[κατόρθωμα]] («ἡ γὰρ τῶν [[πέλας]] [[ἀπειρία]] μέγιστον [[ἐφόδιον]] γίγνεται | |mltxt=[[κατόρθωσις]], -ώσεως, η (ΑΜ) [[κατορθώ]]<br />[[επιτυχής]] [[εκτέλεση]], [[επιτυχία]], [[κατόρθωμα]] («ἡ γὰρ τῶν [[πέλας]] [[ἀπειρία]] μέγιστον [[ἐφόδιον]] γίγνεται τοῖς ἐμπείροις πρὸς κατόρθωσιν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[τοποθέτηση]] σπασμένου ή εξαρθρωμένου οστού στη [[θέση]] του, [[ανάταξη]]<br /><b>2.</b> [[εδραίωση]], [[στερέωση]] («[[δικαιοσύνη]] καὶ κρῑμα [[κατόρθωσις]] τοῦ θρόνου αὐτοῦ», ΠΔ)<br /><b>3.</b> [[βελτίωση]], [[ανόρθωση]] («διὰ τούτων ἐποιήσαντο τὴν κατόρθωσιν τῆς πολιτείας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>(φιλοσ.)</b> η τέλεια [[εκτέλεση]] του καθήκοντος. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 18:00, 25 March 2021
English (LSJ)
εως, ἡ, A setting straight, of a fractured bone, Hp.Fract. 26 (pl.), Art.71. 2 setting up, τοῦ θρόνου LXX Ps.96(97).2. II successful accomplishment of a thing, success, Arist.Rh.1380b4, Plb. 9.19.4: in pl., successes, Id.39.7.7. 2 setting right, reform, amendment, τῆς πολιτείας Id.3.30.2; τῶν πραγμάτων Id.2.53.3. 3 as philos. term, right action, = κατόρθωμα (success, that which is done rightly, virtuous action, perfection, correct use) 2, Chrysipp.Stoic.3.21 (pl.), al.
German (Pape)
[Seite 1405] ἡ, das Gerade-, Rechtmachen, Gutausführen, glückliches Vollbringen; Arist. rhet. 2, 3 vrbdt ἐν εὐημερίᾳ, ἐν κατορθώσει, wie Pol. ἐπιτυχίαι καὶ κατορθώσεις, 40, 12, 7; ἡ τῶν πραγμάτων κατόρθωσις Pol. 2, 53, 3; κατόρθωσιν ποιεῖσθαι τῆς πολιτείας 3, 30, 2, den Staat wieder gut einrichten; a. Sp., – Bei den Stoikern = κατόρθωμα, Cic. de fin. 3, 14.
Greek (Liddell-Scott)
κατόρθωσις: -εως, ἡ, διόρθωσις, ὀρθὴ τοποθέτησις τεθραυσμένου ὀστοῦ, Ἱππ. Ἀγμ. 767, π. Ἄρθρ. 833· ἀνίδρυσις, τοῦ θρόνου Ἑβδ. (Ψαλμ. ϞϚ΄, 2). 2) ἐπιτυχὴς ἐκτέλεσις πράγματός τινος, ἐπιτυχία (πρβλ. κατόρθωμα), Ἀριστ. Ρητορ. 2. 3, 12, Πολύβ. 9. 19, 4· ἐν τῷ πληθ., ἐπιτυχίαι καὶ κατορθώσεις ὁ αὐτ. 40. 12, 7. 3) διόρθωσις, ἀναμόρφωσις, βελτίωσις, κ. ποιεῖσθαι τῆς πολιτείας ὁ αὐτ. 3. 30, 2· τῶν πραγμάτων ὁ αὐτ. 2. 53, 2. 4) ὡς φιλοσοφικὸς ὅρος, ὀρθὴ ἐνέργεια, Λατ. recta effectio, Κικ. Fin. 3. 14.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
heureux succès, réussite.
Étymologie: κατορθόω.
Greek Monolingual
κατόρθωσις, -ώσεως, η (ΑΜ) κατορθώ
επιτυχής εκτέλεση, επιτυχία, κατόρθωμα («ἡ γὰρ τῶν πέλας ἀπειρία μέγιστον ἐφόδιον γίγνεται τοῖς ἐμπείροις πρὸς κατόρθωσιν», Πολ.)
αρχ.
1. η τοποθέτηση σπασμένου ή εξαρθρωμένου οστού στη θέση του, ανάταξη
2. εδραίωση, στερέωση («δικαιοσύνη καὶ κρῑμα κατόρθωσις τοῦ θρόνου αὐτοῦ», ΠΔ)
3. βελτίωση, ανόρθωση («διὰ τούτων ἐποιήσαντο τὴν κατόρθωσιν τῆς πολιτείας», Πολ.)
4. (φιλοσ.) η τέλεια εκτέλεση του καθήκοντος.
Greek Monotonic
κατόρθωσις: -εως, ἡ, τοποθέτηση σε ευθεία διάταξη· επιτυχή εκπλήρωση πράγματος, επιτυχία, διεκπεραίωση, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
κατόρθωσις: εως ἡ
1) успешное действие, благополучное завершение (τῶν πραγμάτων Polyb.);
2) умелое исправление, успешное преобразование (τῆς πολιτείας Polyb.);
3) добродетельный поступок Arst., Cic.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατόρθωσις -εως, ἡ [κατορθόω] het zetten (van gebroken botten). Hp. succes.
Middle Liddell
κατόρθωσις, εως [from κατορθόω
a setting straight: successful accomplishment of a thing, success, Arist.