λώβα: Difference between revisions

From LSJ

ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying

Source
(3)
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[λούβα]] και [[λώβη]], η (AM [[λώβη]], Μ και [[λώβα]] και [[λούβα]])<br />η [[νόσος]] [[λέπρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κακή [[μεταχείριση]], [[κακοποίηση]] («[[λώβη]] τε καὶ [[διαφθορά]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσβολή]], [[χλευασμός]], [[ατίμωση]], ύβρη («τίσετε λώβην» — θα τιμωρηθείτε για την [[προσβολή]], <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ακρωτηριασμός]], [[αποκοπή]] μέλους («τὸν ἄνδρα λώβαις ἐκβαλεῑν ἀναξίως», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ευτελής]], ανέντιμος, [[αχρείος]] [[άνθρωπος]] («λώβην τ' ἔμεναι καὶ ὑπόψιον ἄλλων», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], ο τ. [[λώβη]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[λώπη]], [[κώπη]], [[λώγη]]) ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>sl</i><i>ō</i><i>g</i><sup>w</sup>- της ΙΕ ρίζας <i>sl</i><i>ē</i><i>g</i><sup>w</sup>- «[[πιέζω]], κακομεταχειρίζομαι» και συνδέεται με βαλτικούς τ. που σημαίνουν «[[καταπιέζω]], [[καταβάλλω]], [[βασανίζω]], [[τυραννώ]]» με χειλουπερωικό φθόγγο και αρκτικό <i>σ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> λιθουαν. <i>sloga</i> «[[μάστιγα]], [[θλίψη]], [[κακό]]», <i>slogus</i> «[[καταθλιπτικός]], [[επαχθής]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, ο τ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>l</i><i>ō</i><i>b</i>- και συνδέεται με ιρλδ. <i>lobaim</i> «[[σαπίζω]]», αρχ. ιρλδ. <i>lobur</i> «[[ασθενής]], [[αδύναμος]]», [[καθώς]] και λατ. <i>labor</i> «[[κόπος]], [[καταπόνηση]]», <i>l</i><i>ā</i><i>bes</i> «[[φθορά]], [[κηλίδα]], όλεθρος» και όλη την [[οικογένεια]] του <i>l</i><i>ū</i><i>bricus</i> «[[ολισθηρός]], [[επισφαλής]]» κ.ά.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λωβός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λωβεύω]], [[λωβήεις]], [[λωβήμων]], [[λωβηρός]], [[λωβητήρ]], [[λωβήτωρ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[λωβώ]] (I), [[λωβώμαι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λωβάδα]], [[λωβάστρα]], [[λωβώδης]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[λωβιάζω]]<br />(νεοελλ. [[λωβιά]], [[λωβιάρης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>επίλωβος</i> και [[επιλωβής]]].
|mltxt=και [[λούβα]] και [[λώβη]], η (AM [[λώβη]], Μ και [[λώβα]] και [[λούβα]])<br />η [[νόσος]] [[λέπρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κακή [[μεταχείριση]], [[κακοποίηση]] («[[λώβη]] τε καὶ [[διαφθορά]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσβολή]], [[χλευασμός]], [[ατίμωση]], ύβρη («τίσετε λώβην» — θα τιμωρηθείτε για την [[προσβολή]], <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ακρωτηριασμός]], [[αποκοπή]] μέλους («τὸν ἄνδρα λώβαις ἐκβαλεῖν ἀναξίως», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ευτελής]], ανέντιμος, [[αχρείος]] [[άνθρωπος]] («λώβην τ' ἔμεναι καὶ ὑπόψιον ἄλλων», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], ο τ. [[λώβη]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[λώπη]], [[κώπη]], [[λώγη]]) ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>sl</i><i>ō</i><i>g</i><sup>w</sup>- της ΙΕ ρίζας <i>sl</i><i>ē</i><i>g</i><sup>w</sup>- «[[πιέζω]], κακομεταχειρίζομαι» και συνδέεται με βαλτικούς τ. που σημαίνουν «[[καταπιέζω]], [[καταβάλλω]], [[βασανίζω]], [[τυραννώ]]» με χειλουπερωικό φθόγγο και αρκτικό <i>σ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> λιθουαν. <i>sloga</i> «[[μάστιγα]], [[θλίψη]], [[κακό]]», <i>slogus</i> «[[καταθλιπτικός]], [[επαχθής]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, ο τ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>l</i><i>ō</i><i>b</i>- και συνδέεται με ιρλδ. <i>lobaim</i> «[[σαπίζω]]», αρχ. ιρλδ. <i>lobur</i> «[[ασθενής]], [[αδύναμος]]», [[καθώς]] και λατ. <i>labor</i> «[[κόπος]], [[καταπόνηση]]», <i>l</i><i>ā</i><i>bes</i> «[[φθορά]], [[κηλίδα]], όλεθρος» και όλη την [[οικογένεια]] του <i>l</i><i>ū</i><i>bricus</i> «[[ολισθηρός]], [[επισφαλής]]» κ.ά.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λωβός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λωβεύω]], [[λωβήεις]], [[λωβήμων]], [[λωβηρός]], [[λωβητήρ]], [[λωβήτωρ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[λωβώ]] (I), [[λωβώμαι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λωβάδα]], [[λωβάστρα]], [[λωβώδης]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[λωβιάζω]]<br />(νεοελλ. [[λωβιά]], [[λωβιάρης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>επίλωβος</i> και [[επιλωβής]]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''λώβα:''' ἡ дор. = [[λώβη]].
|elrutext='''λώβα:''' ἡ дор. = [[λώβη]].
}}
}}

Revision as of 20:20, 26 March 2021

French (Bailly abrégé)

dor. c. λώβη.

Greek Monolingual

και λούβα και λώβη, η (AM λώβη, Μ και λώβα και λούβα)
η νόσος λέπρα
αρχ.
1. κακή μεταχείριση, κακοποίησηλώβη τε καὶ διαφθορά», Πλάτ.)
2. προσβολή, χλευασμός, ατίμωση, ύβρη («τίσετε λώβην» — θα τιμωρηθείτε για την προσβολή, Ομ. Ιλ.)
3. ακρωτηριασμός, αποκοπή μέλους («τὸν ἄνδρα λώβαις ἐκβαλεῖν ἀναξίως», Σοφ.)
4. (για πρόσ.) ευτελής, ανέντιμος, αχρείος άνθρωπος («λώβην τ' ἔμεναι καὶ ὑπόψιον ἄλλων», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ο τ. λώβη (πρβλ. λώπη, κώπη, λώγη) ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα slōgw- της ΙΕ ρίζας slēgw- «πιέζω, κακομεταχειρίζομαι» και συνδέεται με βαλτικούς τ. που σημαίνουν «καταπιέζω, καταβάλλω, βασανίζω, τυραννώ» με χειλουπερωικό φθόγγο και αρκτικό σ- (πρβλ. λιθουαν. sloga «μάστιγα, θλίψη, κακό», slogus «καταθλιπτικός, επαχθής». Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, ο τ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα lōb- και συνδέεται με ιρλδ. lobaim «σαπίζω», αρχ. ιρλδ. lobur «ασθενής, αδύναμος», καθώς και λατ. labor «κόπος, καταπόνηση», lābes «φθορά, κηλίδα, όλεθρος» και όλη την οικογένεια του lūbricus «ολισθηρός, επισφαλής» κ.ά.
ΠΑΡ. λωβός
αρχ.
λωβεύω, λωβήεις, λωβήμων, λωβηρός, λωβητήρ, λωβήτωρ
αρχ.-μσν.
λωβώ (I), λωβώμαι
μσν.
λωβάδα, λωβάστρα, λωβώδης
μσν.- νεοελλ.
λωβιάζω
(νεοελλ. λωβιά, λωβιάρης.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. επίλωβος και επιλωβής].

Russian (Dvoretsky)

λώβα: ἡ дор. = λώβη.