υπάγω: Difference between revisions

From LSJ

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world

Source
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑπάγω]], ΝΜΑ [[άγω]]<br />[[μεταβαίνω]], [[πηγαίνω]] («ὕπαγε [[ὀπίσω]] μου, Σατανᾱ!», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατατάσσω]], [[ταξινομώ]], [[βάζω]] [[κάτι]] σε ορισμένη [[κατηγορία]] («το <i>α</i> υπάγεται στα δίχρονα φωνήεντα»)<br /><b>2.</b> [[θέτω]] κάποιον ή [[κάτι]] υπό την [[δικαιοδοσία]] άλλου («η [[υπηρεσία]] υπάγεται απευθείας στο [[υπουργείο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] [[κάτι]] από [[κάτω]] («ὕπαγε ζυγὸν ὠκέας ἵππους», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[υποτάσσω]], [[καθυποτάσσω]] («ἐς... Ἀκράγαντα... [[πεντεκαίδεκα]] ναυσὶ Σικανὸν ἀπέστειλαν, [[ὅπως]] ὑπαγάγοιτο τὴν πόλιν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φέρνω]] τον υπόδικο στο δικαστήριο, [[ενάγω]]<br /><b>4.</b> [[οδηγώ]] κάποιον [[σιγά]] [[σιγά]] [[προς]] τα [[εμπρός]] («λαμβάνειν δὲ τοῦ λαγῶ τὰ ἴχνη, ὑπάγοντα τὰς [[κύνας]] ἐκ τῶν ἔργων [[ἄνωθεν]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[εξαπατώ]], [[αποπλανώ]], [[κάνω]] κάποιον να μέ ακολουθήσει χρησιμοποιώντας δόλιο τρόπο<br /><b>6.</b> [[παρασύρω]] («τὸν ἐρωτῶντα τῷ ἐρωτωμένῳ ἀκολουθεῑν... ὅπῃ ἂν ἐκεῑνος ὑπάγῃ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>7.</b> [[φέρνω]] κάποιον με το [[μέρος]] μου («Θηβαίους τὰ νῡν ὑπάγει τὴν Βοιωτίαν αὐτοῑς παραδούς», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>8.</b> [[τραβώ]] κάποιον [[κρυφά]], [[αποσύρω]] [[κρυφά]] («Ἕκτορα δ' ἐκ βελέων ὕπαγε [[Ζεύς]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>9.</b> [[απέρχομαι]] [[σιγά]] [[σιγά]], αποσύρομαι («[[ὑπάγω]] φρένα τέρψας», <b>Θέογν.</b>)<br /><b>10.</b> [[εκκενώνω]], [[καθαρίζω]]<br /><b>11.</b> [[εντάσσω]]<br /><b>12.</b> [[λέγω]] [[κάτι]] ως [[απάντηση]]<br /><b>13.</b> [[υποβάλλω]] σε..., [[εκθέτω]] σε... («τῶν ὑπαγομένων τῇ διαίτῃ παθῶν», Σωρ.)<br /><b>14.</b> [[χαμηλώνω]], [[ζαρώνω]]<br /><b>15.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὑπάγομαι</i><br />[[προβάλλω]] [[κάτι]] ως [[δέλεαρ]] για να οδηγήσω κάποιον σε [[άλλο]] [[μέρος]]<br /><b>16.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ὑπάγω]] τινὰ ὑπό τι(να)» — [[καταγγέλλω]] ενώπιον κάποιου (<b>Ηρόδ.</b>)<br />β) «[[ὑπάγω]] τινὰ θανάτου» — [[κατηγορώ]] κάποιον για [[έγκλημα]] του οποίου η [[ποινή]] [[είναι]] [[θάνατος]] (<b>Ξεν.</b>)<br />γ) «[[ὑπάγω]] τινὰ θανάτου ὑπὸ τὸν δῆμον» — κατηγορῶ κάποιον ενώπιον του δήμου για [[έγκλημα]] του οποίου η [[ποινή]] [[είναι]] [[θάνατος]] (<b>Ηρόδ.</b>)<br />δ) «κοιλίη ὑπάγουσα» — [[κοιλιά]] που έχει [[ευκοιλιότητα]] <b>(Ιπποκρ.)</b>.
|mltxt=[[ὑπάγω]], ΝΜΑ [[άγω]]<br />[[μεταβαίνω]], [[πηγαίνω]] («ὕπαγε [[ὀπίσω]] μου, Σατανᾱ!», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατατάσσω]], [[ταξινομώ]], [[βάζω]] [[κάτι]] σε ορισμένη [[κατηγορία]] («το <i>α</i> υπάγεται στα δίχρονα φωνήεντα»)<br /><b>2.</b> [[θέτω]] κάποιον ή [[κάτι]] υπό την [[δικαιοδοσία]] άλλου («η [[υπηρεσία]] υπάγεται απευθείας στο [[υπουργείο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] [[κάτι]] από [[κάτω]] («ὕπαγε ζυγὸν ὠκέας ἵππους», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[υποτάσσω]], [[καθυποτάσσω]] («ἐς... Ἀκράγαντα... [[πεντεκαίδεκα]] ναυσὶ Σικανὸν ἀπέστειλαν, [[ὅπως]] ὑπαγάγοιτο τὴν πόλιν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φέρνω]] τον υπόδικο στο δικαστήριο, [[ενάγω]]<br /><b>4.</b> [[οδηγώ]] κάποιον [[σιγά]] [[σιγά]] [[προς]] τα [[εμπρός]] («λαμβάνειν δὲ τοῦ λαγῶ τὰ ἴχνη, ὑπάγοντα τὰς [[κύνας]] ἐκ τῶν ἔργων [[ἄνωθεν]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[εξαπατώ]], [[αποπλανώ]], [[κάνω]] κάποιον να μέ ακολουθήσει χρησιμοποιώντας δόλιο τρόπο<br /><b>6.</b> [[παρασύρω]] («τὸν ἐρωτῶντα τῷ ἐρωτωμένῳ ἀκολουθεῖν... ὅπῃ ἂν ἐκεῖνος ὑπάγῃ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>7.</b> [[φέρνω]] κάποιον με το [[μέρος]] μου («Θηβαίους τὰ νῡν ὑπάγει τὴν Βοιωτίαν αὐτοῑς παραδούς», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>8.</b> [[τραβώ]] κάποιον [[κρυφά]], [[αποσύρω]] [[κρυφά]] («Ἕκτορα δ' ἐκ βελέων ὕπαγε [[Ζεύς]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>9.</b> [[απέρχομαι]] [[σιγά]] [[σιγά]], αποσύρομαι («[[ὑπάγω]] φρένα τέρψας», <b>Θέογν.</b>)<br /><b>10.</b> [[εκκενώνω]], [[καθαρίζω]]<br /><b>11.</b> [[εντάσσω]]<br /><b>12.</b> [[λέγω]] [[κάτι]] ως [[απάντηση]]<br /><b>13.</b> [[υποβάλλω]] σε..., [[εκθέτω]] σε... («τῶν ὑπαγομένων τῇ διαίτῃ παθῶν», Σωρ.)<br /><b>14.</b> [[χαμηλώνω]], [[ζαρώνω]]<br /><b>15.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὑπάγομαι</i><br />[[προβάλλω]] [[κάτι]] ως [[δέλεαρ]] για να οδηγήσω κάποιον σε [[άλλο]] [[μέρος]]<br /><b>16.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ὑπάγω]] τινὰ ὑπό τι(να)» — [[καταγγέλλω]] ενώπιον κάποιου (<b>Ηρόδ.</b>)<br />β) «[[ὑπάγω]] τινὰ θανάτου» — [[κατηγορώ]] κάποιον για [[έγκλημα]] του οποίου η [[ποινή]] [[είναι]] [[θάνατος]] (<b>Ξεν.</b>)<br />γ) «[[ὑπάγω]] τινὰ θανάτου ὑπὸ τὸν δῆμον» — κατηγορῶ κάποιον ενώπιον του δήμου για [[έγκλημα]] του οποίου η [[ποινή]] [[είναι]] [[θάνατος]] (<b>Ηρόδ.</b>)<br />δ) «κοιλίη ὑπάγουσα» — [[κοιλιά]] που έχει [[ευκοιλιότητα]] <b>(Ιπποκρ.)</b>.
}}
}}

Revision as of 08:44, 27 March 2021

Greek Monolingual

ὑπάγω, ΝΜΑ άγω
μεταβαίνω, πηγαίνω («ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾱ!», ΚΔ)
νεοελλ.
1. κατατάσσω, ταξινομώ, βάζω κάτι σε ορισμένη κατηγορία («το α υπάγεται στα δίχρονα φωνήεντα»)
2. θέτω κάποιον ή κάτι υπό την δικαιοδοσία άλλου («η υπηρεσία υπάγεται απευθείας στο υπουργείο»)
αρχ.
1. οδηγώ κάτι από κάτω («ὕπαγε ζυγὸν ὠκέας ἵππους», Ομ. Ιλ.)
2. (ενεργ. και μέσ.) υποτάσσω, καθυποτάσσω («ἐς... Ἀκράγαντα... πεντεκαίδεκα ναυσὶ Σικανὸν ἀπέστειλαν, ὅπως ὑπαγάγοιτο τὴν πόλιν», Θουκ.)
3. φέρνω τον υπόδικο στο δικαστήριο, ενάγω
4. οδηγώ κάποιον σιγά σιγά προς τα εμπρός («λαμβάνειν δὲ τοῦ λαγῶ τὰ ἴχνη, ὑπάγοντα τὰς κύνας ἐκ τῶν ἔργων ἄνωθεν», Ξεν.)
5. (ενεργ. και μέσ.) εξαπατώ, αποπλανώ, κάνω κάποιον να μέ ακολουθήσει χρησιμοποιώντας δόλιο τρόπο
6. παρασύρω («τὸν ἐρωτῶντα τῷ ἐρωτωμένῳ ἀκολουθεῖν... ὅπῃ ἂν ἐκεῖνος ὑπάγῃ», Πλάτ.)
7. φέρνω κάποιον με το μέρος μου («Θηβαίους τὰ νῡν ὑπάγει τὴν Βοιωτίαν αὐτοῑς παραδούς», Δημοσθ.)
8. τραβώ κάποιον κρυφά, αποσύρω κρυφά («Ἕκτορα δ' ἐκ βελέων ὕπαγε Ζεύς», Ομ. Ιλ.)
9. απέρχομαι σιγά σιγά, αποσύρομαι («ὑπάγω φρένα τέρψας», Θέογν.)
10. εκκενώνω, καθαρίζω
11. εντάσσω
12. λέγω κάτι ως απάντηση
13. υποβάλλω σε..., εκθέτω σε... («τῶν ὑπαγομένων τῇ διαίτῃ παθῶν», Σωρ.)
14. χαμηλώνω, ζαρώνω
15. μέσ. ὑπάγομαι
προβάλλω κάτι ως δέλεαρ για να οδηγήσω κάποιον σε άλλο μέρος
16. φρ. α) «ὑπάγω τινὰ ὑπό τι(να)» — καταγγέλλω ενώπιον κάποιου (Ηρόδ.)
β) «ὑπάγω τινὰ θανάτου» — κατηγορώ κάποιον για έγκλημα του οποίου η ποινή είναι θάνατος (Ξεν.)
γ) «ὑπάγω τινὰ θανάτου ὑπὸ τὸν δῆμον» — κατηγορῶ κάποιον ενώπιον του δήμου για έγκλημα του οποίου η ποινή είναι θάνατος (Ηρόδ.)
δ) «κοιλίη ὑπάγουσα» — κοιλιά που έχει ευκοιλιότητα (Ιπποκρ.).