θερμασία: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
m (Text replacement - "εῑχε" to "εῖχε") |
m (Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και θερμασιά, η (ΑΜ [[θερμασία]])<br />[[θερμότητα]], [[θέρμη]] («τὸ γὰρ | |mltxt=και θερμασιά, η (ΑΜ [[θερμασία]])<br />[[θερμότητα]], [[θέρμη]] («τὸ γὰρ κινεῖσθαι... παρεῖχε θερμασίαν τινά», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ελώδης]] [[πυρετός]], [[ελονοσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θερμαίνω]] <span style="color: red;">+</span> θηλ. κατάλ. -<i>σια</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>σημα</i>-<i>σία</i> <span style="color: red;"><</span> [[σημαίνω]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 12:15, 28 March 2021
English (LSJ)
ἡ, A warmth, heat, Hp.Aph.5.63, Arist.Pr.860a19, Epicur. Ep.2p.40U., Thphr.HP8.11.7. LXXJe.28(51).39, D.S.3.34, Paus.2.34.6; heating, opp. ψῦξις, Arist.GA764b7: pl., Plu.2.128f. (The pure Att. words are θερμότης and θέρμη, Thom.Mag.p.179R., but θερμασία is used by X.An.5.8.15.)
German (Pape)
[Seite 1201] ἡ, Hitze, Arist. probl. 1, 9. 8, 19, von den Atticisten als schlecht für θερμότης verworfen.
Greek (Liddell-Scott)
θερμᾰσία: ἡ, θερμότης, ζέστη, Ἱππ. Ἀφ. 1255, Ἀριστ. Προβλ. 1. 9, 2, κτλ.· ἡ παρ’ Ἀττ. λέξις εἶναι θερμότης (Θωμ. Μ. 441), ἀλλ΄ ἴδε Ξεν. Ἀν. 5. 8,15.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
chaleur.
Étymologie: θερμαίνω.
Greek Monolingual
και θερμασιά, η (ΑΜ θερμασία)
θερμότητα, θέρμη («τὸ γὰρ κινεῖσθαι... παρεῖχε θερμασίαν τινά», Ξεν.)
νεοελλ.
ελώδης πυρετός, ελονοσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμαίνω + θηλ. κατάλ. -σια (πρβλ. σημα-σία < σημαίνω)].
Greek Monotonic
θερμᾰσία: ἡ, = θερμότης, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
θερμᾰσία: ἡ
1) (внутреннее) тепло, теплота: τὸ κινεῖσθαι παρέχει θερμασίαν Xen. движение согревает;
2) повышенная температура, жар (θ. καὶ σφακελισμός Arst.; διαρροία καὶ θ. Plut.).
Middle Liddell
θερμᾰσία, ἡ, = θερμότης, Xen.]