καθιδρύω: Difference between revisions

From LSJ

Βίον πορίζου πάντοθεν πλὴν ἐκ κακῶν → Omni arte vitam quaere, dum ne ars sit mala → Ernähre dich auf jede Art, sofern sie gut

Menander, Monostichoi, 63
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κᾰθιδρύω:''' дор. v. l. [[καθιδρύνω|κᾰθιδρύνω]]<br /><b class="num">1)</b> сажать, усаживать (τινὰ παρὰ οὐδόν Hom.): καθυδρυθέντες ἐς [[Ἀργώ]] Theocr. севшие на (корабль) Арго;<br /><b class="num">2)</b> селить, поселять, помещать (μακάρων ἐς αἶαν Eur.; ἐν τοῖς τιμιωτέροις τὸ τιμιώτερον καθίδρυκεν ἡ [[φύσις]] Arst.; κάμηλον [[ἐνταῦθα]] Plut.): καθιδρυμένος ἐν πόλει Plat. поселившийся в городе;<br /><b class="num">3)</b> med. ставить, устанавливать, воздвигать ([[βρέτας]] Eur.; βωμόν Anth.).
|elrutext='''κᾰθιδρύω:''' дор. [[varia lectio|v.l.]] [[καθιδρύνω|κᾰθιδρύνω]]<br /><b class="num">1)</b> сажать, усаживать (τινὰ παρὰ οὐδόν Hom.): καθυδρυθέντες ἐς [[Ἀργώ]] Theocr. севшие на (корабль) Арго;<br /><b class="num">2)</b> селить, поселять, помещать (μακάρων ἐς αἶαν Eur.; ἐν τοῖς τιμιωτέροις τὸ τιμιώτερον καθίδρυκεν ἡ [[φύσις]] Arst.; κάμηλον [[ἐνταῦθα]] Plut.): καθιδρυμένος ἐν πόλει Plat. поселившийся в городе;<br /><b class="num">3)</b> med. ставить, устанавливать, воздвигать ([[βρέτας]] Eur.; βωμόν Anth.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 11:40, 9 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθιδρύω Medium diacritics: καθιδρύω Low diacritics: καθιδρύω Capitals: ΚΑΘΙΔΡΥΩ
Transliteration A: kathidrýō Transliteration B: kathidryō Transliteration C: kathidryo Beta Code: kaqidru/w

English (LSJ)

causal of καθέζομαι, A make to sit down, Ὀδυσῆα καθίδρυε Od.20.257; μακάρων ἐς αἶαν σὸν καθιδρύσει βίον will carry thee to the land of the Blest that thou mayst live there, E.Ba.1339:—Pass., sit down, settle, Ar. Av.45; ἐν πόλει, ἐν τῷ ὄρει, Pl.Sph.224d, Th.4.46; κ. ἐς Ἀργώ take one's seat in... Theoc.13.28; to be quartered, of troops, PLond.3.1313.11 (vi A.D.). 2 establish, place, ἐν τοῖς τιμιωτέροις τὸ τιμιώτερον (sc. τὴν καρδίαν) καθίδρυκεν ἡ φύσις Arist.PA665b20; ἐφ' ἑνὸς τόπου κ. τὴν ἱστορίαν to limit it, D.H.Th.6:—Pass., κ. ἐς τὴν ἑωυτῶν Χώρην to be restored, replaced, Hp.Fract.31, cf. Prorrh.2.19; ἐν αἷς (ἱστορίαις) καθιδρῦσθαι τὴν ἀλήθειαν ὑπολαμβάνομεν D.H.1.1. 3 consecrate, dedicate, aor. 1 Med. καθιδρῡσάμην E.IT1481; -ῠσάμην IG14.882 (Capua): pf. Pass. in act. sense, E.Cyc.318:—Pass., Ποσειδῶνος τοῦ κατιδρυθέντος ὑπὸ… SIG1020.5 (Halic., i B.C.); τεμένη -ύετο τῷ θεῷ Luc.Cal.17. 4 found, γυμνάσιον LXX 2 Ma. 4.12.

German (Pape)

[Seite 1285] (s. ἱδρύω), sich niedersetzen lassen; Ὀδυσῆα καθίδρυε Od. 20, 257; μακάρων ἐς αἶαν σὸν καθιδρύσει βίον Eur. Bacch. 1337; aufstellen, ἐν τοῖς τιμιωτέροις τὸ τιμιώτερον καθίδρυκεν ἡ φύσις Arist. part. anim. 3, 4; ansiedeln, ἐν χωρίῳ D. Hal. 3, 43; – pass. sich niederlassen, ansiedeln, ὅπου καθιδρυθέντε διαγενοίμεθ' ἄν Ar. Av. 45; αὐτοῦ καθιδρυμένος ἐν πόλει Plat. Soph. 224 d; Sp., wie D. Hal. ἐκβιβάσας τὸν λεὼν αὐτοῦ καθιδρύεται 1, 12; καθιδρυνθέντες ἐς Ἀργώ Theocr. 13, 28, sich setzen. – Med., bes. ein Götterbild aufstellen u. weihen, Eur. I. T. 1481, vgl. Cycl. 317; καθιδρύσατο βωμόν Ep. ad. 166 (App. 143).

Greek (Liddell-Scott)

καθιδρύω: μεταβατ. ἐνεργείας τοῦ καθέζομαι, βάλλω τινὰ νὰ καθίσῃ, Ὀδυσῆα καθίδρυε Ὀδ. Υ. 257· μακάρων ἐς αἶαν σὸν καθιδρύσει βίον Εὐρ. Βάκχ. 1339. - Παθ., ἐγκαθιδρύομαι, κατοικῶ, τόπον ἀπράγμονα ὅποι καθιδρυθέντες διαγενοίμεθ’ ἄν Ἀριστοφ. Ὄρν. 45· καθιδρυμένος ἐν πόλει Πλάτ. Σοφιστ. 224D· κοίλαν δὲ καθιδρυθέντες ἐς Ἀργώ, καθίσαντες, Θεόκρ. 13. 28. 2) θέτω, τοποθετῶ, ἐν τοῖς τιμιωτάτοις τὸ τιμιώτατον (δηλ. τὴν καρδίαν) καθίδρυκεν ἡ φύσις Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 4, 6· περιορίζω, ἐφ’ ἑνὸς τόπου κ. τὴν ἱστορίαν Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 6. - Παθ., καθ. ἐς ἑαυτῶν χώραν Ἱππ. π. Ἀγμ. 773, πρβλ. Προρρ. 102F· ἐν αἷς ἱστορίαις τὴν ἀλήθειαν καθιδρῦσθαι ὑπολαμβάνομεν Διον. Ἁλ. 1. 1. 3) καθιερῶ, ἀφιερώνω, Εὐρ., ὅστις μεταχειρίζεται μέσον ἀόρ. α΄ (Ι. Τ. 1481), καὶ παθ. πρκμ. ἐπὶ ἐνεργητ. σημασ. (Κύκλ. 318), πρβλ. Ἀνθ. Π. παράρτ. 143. - Παθ., Ποσειδεῶνος τοῦ καθιδρυθέντος ὑπό… Συλλ. Ἐπιγρ. 2655. 5. 4) ἱδρύω, κτίζω, ἀνεγείρω, γυμνάσιον Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Δ΄, 12).

French (Bailly abrégé)

1 faire asseoir : τινα qqn;
2 fig. asseoir, établir, fixer;
Moy. καθιδρύομαι ériger, dédier, consacrer, acc..
Étymologie: κατά, ἱδρύω.

English (Autenrieth)

bid to sit down, Od. 20.257†.

Spanish

estar establecido, estar asentado

Greek Monolingual

(AM καθιδρύω)
θεμελιώνω, χτίζω, ανεγείρω, ιδρύω («ὑπ' αὐτὴν τὴν ἀκρόπολιν γυμνάσιον καθίδρυσε», ΠΔ)
νεοελλ.
καθιερώνω, θεσπίζω
μσν.-αρχ.
παθ. καθιδρύομαι
κατοικώ, εγκαθίσταμαι κάπου
αρχ.
1. βάζω κάποιον να καθίσει, καθίζω κάποιον («Τηλέμαχος δ' Ὀδυσῆα καθίδρυε», Ομ. Οδ.)
2. εγκαθιστώ («μακάρων ἐς αἶαν σὸν καθιδρύσει βίον», Ευρ.)
3. τοποθετώ, βάζω («ἐν τοῖς τιμιωτέροις τὸ τιμιώτερον [ενν. την καρδιά] καθίδρυκεν ἡ φύσις», Αριστοτ.)
4. εντοπίζω, περιορίζω («ἐφ' ἑνὸς τόπου καθιδρύω τὴν ἱστορίαν», Διον. Αλ.)
5. καθιερώνω, αφιερώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἱδρύω.

Greek Monotonic

καθιδρύω: μέλ. -ύσω [ῡ], Ενεργ. του καθέζομαι·
1. βάζω κάποιον να καθίσει, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. — Παθ., κατοικώ, εγκαθίσταμαι, σε Αριστοφ.· κ. ἐς Ἀργώ, διαδέχομαι κάποιον στην εξουσία του Άργους, σε Θεόκρ.
2. καθιερώνω, αφιερώνω· ομοίως και σε Μέσ. αόρ. αʹ -ιδρυσάμην και Παθ. παρακ. -ίδρῡμαι, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθιδρύω: дор. v.l. κᾰθιδρύνω
1) сажать, усаживать (τινὰ παρὰ οὐδόν Hom.): καθυδρυθέντες ἐς Ἀργώ Theocr. севшие на (корабль) Арго;
2) селить, поселять, помещать (μακάρων ἐς αἶαν Eur.; ἐν τοῖς τιμιωτέροις τὸ τιμιώτερον καθίδρυκεν ἡ φύσις Arst.; κάμηλον ἐνταῦθα Plut.): καθιδρυμένος ἐν πόλει Plat. поселившийся в городе;
3) med. ставить, устанавливать, воздвигать (βρέτας Eur.; βωμόν Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθ-ιδρύω act. met acc., causat. doen zitten, een zitplaats bieden, laten zitten:; Ὀδυσῆα καθίδρυε hij liet Odysseus plaats nemen Od. 20.257; een woonplaats bieden, laten wonen:; μακάρων ἐς αἶαν σὸν καθιδρύσει βίον hij zal je laten wonen in het land van de gelukzaligen Eur. Ba. 1339; relig. een gewijde plaats geven, wijden:. βρέτας καθιδρυσάμην ik heb een godenbeeld gewijd Eur. IT 1481. geneesk. zetten (van botten), herstellen:. τὰ ὀστέα ἐς τὴν ἑωυτῶν χώρην de botten op hun plaats terugzetten Hp. Fract. 31. pass. intrans. zijn plaats innemen:; κοίλαν ἐς Ἀργώ zijn plaats innemen op de holle Argo Theocr. 13.28; zich vestigen:; ἐν πόλει zich in de stad vestigen Plat. Sph. 224d; relig. zetelen:. ἄκρας ἐναλίας αἷς καθίδρυται πατήρ de zeekusten waar mijn vader (Poseidon) zetelt Eur. Cycl. 318; ἐν τῇ Ῥηγίᾳ δόρυ καθιδρυμένον een gewijde speer opgesteld in de Regia Plut. Rom. 29.1.

Middle Liddell

fut. ύσω Causal of καθέζομαι
1. to make to sit down, Od., Eur.:—Pass. to sit down, settle, Ar.; κ. ἐς Ἀργώ to take one's seat in Argos, Theocr.
2. to consecrate, dedicate: so in aor1 mid. -ιδρυσάμην and perf. pass. -ίδρῡμαι, Eur.