morir: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἐκλιμπάνω]], [[ἀπομαραίνω]], [[ἀφίπταμαι]], [[ἐναποψύχω]], [[ἀποσβέννυμι]], [[ἀποδημέω]], [[ἐκπίπτω]], [[διαπίπτω]], [[ἀμφιπεριφθινύθω]], [[διαλλάσσω]], [[ἐκλείπω]], [[ἀποβιόω]], [[ἀπεκβιόω]], [[ἀποτίθημι]], [[ἐξαπόλλυμι]], [[ἀπαλλάσσω]], [[διαρραίω]], [[διαφωνέω]], [[διαλύω]], [[δάμνημι]], [[ἀπογίγνομαι]], [[διαλείπω]], [[ἐκδημέω]], [[ἀπομεριμνάω]], [[ἐκπνέω]], [[ἀποψύχω]], [[ἀποπνέω]], [[ἀναπαύω]], [[ἐξακτέον]], [[ἄπειμι]], [[ἀποστείχω]], [[ἀπέρχομαι]], [[ἀποβαίνω]], [[ἀφέρπω]], [[ἐκχωρέω]], [[ἀπόλλυμι]], [[δῃόω]], [[ἀποβιώσκομαι]], [[ἐκθνῄσκω]], [[ἀποθνῄσκω]], [[ἐκπέφαμαι]], [[ἐναποθνῄσκω]], [[διοίχομαι]], [[ἀποφθίνω]], [[ἀποσκέλλω]], [[διεξέρχομαι]], [[ἀποχάζομαι]], [[ἐξάγω]], [[ἀποσεύω]], [[ἐξαυαίνω]], [[ἁλίσκομαι]], [[ἀπολύω]], [[ἀναλύω]], [[ἀναχωρέω]], [[ἐναπονεκρόομαι]], [[ἐκβιόω]] | |sltx=[[ἐκλιμπάνω]], [[ἀπομαραίνω]], [[ἀφίπταμαι]], [[ἐναποψύχω]], [[ἀποσβέννυμι]], [[ἀποδημέω]], [[ἐκπίπτω]], [[διαπίπτω]], [[ἀμφιπεριφθινύθω]], [[διαλλάσσω]], [[ἐκλείπω]], [[ἀποβιόω]], [[ἀπεκβιόω]], [[ἀποτίθημι]], [[ἐξαπόλλυμι]], [[ἀπαλλάσσω]], [[διαρραίω]], [[διαφωνέω]], [[διαλύω]], [[δάμνημι]], [[ἀπογίγνομαι]], [[διαλείπω]], [[ἐκδημέω]], [[ἀπομεριμνάω]], [[ἐκπνέω]], [[ἀποψύχω]], [[ἀποπνέω]], [[ἀναπαύω]], [[ἐξακτέον]], [[ἄπειμι]], [[ἀποστείχω]], [[ἀπέρχομαι]], [[ἀποβαίνω]], [[ἀφέρπω]], [[ἐκχωρέω]], [[ἀπόλλυμι]], [[δῃόω]], [[ἀποβιώσκομαι]], [[ἐκθνῄσκω]], [[ἀποθνῄσκω]], [[ἐκπέφαμαι]], [[ἐναποθνῄσκω]], [[διοίχομαι]], [[ἀποφθίνω]], [[ἀποσκέλλω]], [[διεξέρχομαι]], [[ἀποχάζομαι]], [[ἐξάγω]], [[ἀποσεύω]], [[ἐξαυαίνω]], [[ἁλίσκομαι]], [[ἀπολύω]], [[ἀναλύω]], [[ἀναχωρέω]], [[ἐναπονεκρόομαι]], [[ἐκβιόω]], [[ἐξ ἀνθρώπων γίγνεσθαι]] | ||
}} | }} |
Revision as of 10:20, 17 June 2022
Spanish > Greek
ἐκλιμπάνω, ἀπομαραίνω, ἀφίπταμαι, ἐναποψύχω, ἀποσβέννυμι, ἀποδημέω, ἐκπίπτω, διαπίπτω, ἀμφιπεριφθινύθω, διαλλάσσω, ἐκλείπω, ἀποβιόω, ἀπεκβιόω, ἀποτίθημι, ἐξαπόλλυμι, ἀπαλλάσσω, διαρραίω, διαφωνέω, διαλύω, δάμνημι, ἀπογίγνομαι, διαλείπω, ἐκδημέω, ἀπομεριμνάω, ἐκπνέω, ἀποψύχω, ἀποπνέω, ἀναπαύω, ἐξακτέον, ἄπειμι, ἀποστείχω, ἀπέρχομαι, ἀποβαίνω, ἀφέρπω, ἐκχωρέω, ἀπόλλυμι, δῃόω, ἀποβιώσκομαι, ἐκθνῄσκω, ἀποθνῄσκω, ἐκπέφαμαι, ἐναποθνῄσκω, διοίχομαι, ἀποφθίνω, ἀποσκέλλω, διεξέρχομαι, ἀποχάζομαι, ἐξάγω, ἀποσεύω, ἐξαυαίνω, ἁλίσκομαι, ἀπολύω, ἀναλύω, ἀναχωρέω, ἐναπονεκρόομαι, ἐκβιόω, ἐξ ἀνθρώπων γίγνεσθαι