σύνοπτος: Difference between revisions
καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ") |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σύνοπτος:''' легко обозреваемый, хорошо видимый, ясно заметный Arst., Polyb., Plut. | |elrutext='''σύνοπτος:''' [[легко обозреваемый]], [[хорошо видимый]], [[ясно заметный]] Arst., Polyb., Plut. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=σύν-οπτος, ον, [[ὄψομαι]]<br />that can be [[seen]] at a [[glance]], in [[full]] [[view]], Arist. [from [[συνοράω]] | |mdlsjtxt=σύν-οπτος, ον, [[ὄψομαι]]<br />that can be [[seen]] at a [[glance]], in [[full]] [[view]], Arist. [from [[συνοράω]] | ||
}} | }} |
Revision as of 10:51, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A that can be seen, visible, τάφος σ. πρὸς τὴν τῶν Κορινθίων χώραν visible from Corinthian territory, Arist.Pol.1274a38; τοῖς μακρὰν ἀπέχουσι σ. Id.Mir.843a9; ἀντίγραφα εἰς τὸ δημόσιον μάλιστα ἑστάναι σ. τοῖς ἀναγιγνώσκουσιν PFay.20.23 (iii A.D.); ὄρος, ἐξ οὗ σ. ἐστιν ἡ Ῥώμη D.H.9.24; κίνδυνος ἅπασι σ. Plb.2.28.9; σ. οὐδὲν ἦν ἀπὸ τῶν πολεμίων Plu.Tim.27; ἐν συνόπτῳ εἶναι to be within sight of land, v.l. for ἀπόπτῳ in Aeschin.Ep.1.4. II intelligible, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1031] sichtbar, Pol. 2, 28, 9, übersichtlich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σύνοπτος: -ον, ὃν δύναταί τις νὰ ἴδῃ διὰ μιᾶς, κάτοπτος, τάφος σ. πρὸς τόπον Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 12, 9· τοῖς μακρὰν ἀπέχουσι σ. ὁ αὐτ. π. Θαυμασ. 130· ὄρος, ἐξ οὗ σ. ἐστιν ἡ Ρώμη Διον. Ἁλ. 9. 24· κίνδυνος ἅπασι σ. Πολύβ. 2. 28, 9· σ. οὐδὲν ἦν ἀπό τινος Πλουτ. Τιμολ. 27· ἐν συνόπτῳ εἰμί, γῆν ὁρῶ, εἶμαι εἰς τοιαύτην ἀπόστασιν ὥστε νὰ βλέπω γῆν, Αἰσχίν. Ἐπιστ. 1, πρβλ. εὐσύνοπτος. ΙΙ. «σύνοπτα· εὐνόητα» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on peut embrasser d’un coup d’œil, pleinement visible.
Étymologie: συνόψομαι, συνοράω.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός τον οποίο μπορεί να δει κανείς μεμιάς, κάτοπτος, ολοφάνερος («κίνδυνος ἅπασι σύνοπτος», Πολ.)
2. κατανοητός, εύληπτος («σύνοπτα
ευνόητα», Ησύχ.)
3. φρ. «ἐν συνόπτῳ εἰμί» — είμαι σε τέτοια απόσταση ώστε να βλέπω τη Γη (Αισχίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὀπτός (Ι) «ορατός» (< θ. οπ- του ὄπωπα)].
Greek Monotonic
σύνοπτος: -ον (ὄψομαι), αυτός τον οποίο μπορεί να δει κάποιος με μια ματιά, σε Αριστ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύνοπτος -ον [συνοράω] goed zichtbaar.
Russian (Dvoretsky)
σύνοπτος: легко обозреваемый, хорошо видимый, ясно заметный Arst., Polyb., Plut.
Middle Liddell
σύν-οπτος, ον, ὄψομαι
that can be seen at a glance, in full view, Arist. [from συνοράω