ὀδοντωτός: Difference between revisions
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
m (Text replacement - " ;" to ";") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὀδοντωτός:''' зазубренный, зубчатый, снабженный зубьями ([[ξύστρα]] Luc.). | |elrutext='''ὀδοντωτός:''' [[зазубренный]], [[зубчатый]], [[снабженный зубьями]] ([[ξύστρα]] Luc.). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:00, 20 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, A with large teeth, of a saw, Gal.18(2).331; ξύστρα ὀ. comb, Luc.Lex.5; cogged, of a wheel, Hero Spir.2.36, al.
German (Pape)
[Seite 293] gezähnt, ξύστρα, Luc. Lex. 5.
Greek (Liddell-Scott)
ὀδοντωτός: -ή, -όν, ἔχων ὀδόντας, ξύστρα ὀ. Λουκ. Λεξιφ. 5
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
dentelé.
Étymologie: ὀδούς.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ὀδοντωτός, -ή, -όν) οδοντώ
(συν. για εργαλείο, εξάρτημα ή κατασκευή) αυτός που φέρει οδόντωση, που έχει εναλλασσόμενες εσοχές και εξοχές παρόμοιες με δόντια
νεοελλ.
1. ανατ. αυτός που εμφανίζει εντομές, ανάμεσα στις οποίες προβάλλουν οδοντοειδείς προεξοχές
2. φρ. α) «οδοντωτός τροχός»
τεχνολ. τροχός με οδόντωση στην περιφέρειά του, ο οποίος προσαρμόζεται με άλλον τροχό, κοχλία ή άξονα που φέρουν αντίστοιχη οδόντωση και εξασφαλίζει τη μετάδοση της κίνησης από ένα σώμα σε άλλο, κν. γρανάζι
β) «οδοντωτός σιδηρόδρομος» — σιδηρόδρομος που κινείται με τη βοήθεια τρίτης, οδοντωτής τροχιάς επειδή το έδαφος είναι επικλινές
γ) «σύστημα οδοντωτών τροχών»
τεχνολ. μηχανικό σύστημα που αποτελείται από αλλεπάλληλους οδοντωτούς τροχούς και το οποίο χρησιμοποιείται για τη μετάδοση της κίνησης από έναν περιστρεφόμενο άξονα σε άλλο
δ) «ελλειπτικό σύστημα οδοντωτών τροχών» — σύστημα που μεταδίδει σε έναν παράλληλο άξονα μεταβλητή περιστροφική κίνηση
ε) «σύστημα οδοντωτών τροχών του Χόυχενς» — σύστημα από οδοντωτούς τροχούς στο οποίο η σχέση τών ταχυτήτων μεταβάλλεται κατά βούληση
στ) «οδοντωτοί μύες»
ανατ. ονομασία τριών ζυγών μυών του θώρακος
ζ) «οδοντωτοί πυρήνες»
ανατ. μάζες από φαιά ουσία οι οποίες βρίσκονται μέσα στην παρεγκεφαλίδα- η) «οδοντωτός σύνδεσμος»
ανατ. ινώδης υμένας ο οποίος εκτείνεται σε όλο το μήκος του νωτιαίου μυελού και χρησιμεύει στη διατήρηση του νωτιαίου μυελού στη θέση του κατά τις κινήσεις της σπονδυλικής στήλης
θ) «οδοντωτός κανόνας»
τεχνολ. μεταλλική ράβδος η οποία φέρει οδόντωση και, ως στοιχείο μηχανής, συνεργεί με οδοντωτούς τροχούς.
Russian (Dvoretsky)
ὀδοντωτός: зазубренный, зубчатый, снабженный зубьями (ξύστρα Luc.).