κατασκηνόω: Difference between revisions
Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ → Foenus frequenter liberos servos facit → Geliehnes Geld bringt Freie in die Sklaverei
m (Text replacement - " ’" to "’") |
|||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κατα-σκηνόω zich legeren; zich nestelen:; κατασκηνοῦν ἐν τοῖς κλάδοις zich nesten in de takken NT Mt. 13.32; overdr.: ἡ σάρξ μου κατασκηνώσει | |elnltext=κατα-σκηνόω zich legeren; zich nestelen:; κατασκηνοῦν ἐν τοῖς κλάδοις zich nesten in de takken NT Mt. 13.32; overdr.: ἡ σάρξ μου κατασκηνώσει ἐπ’ ἐλπίδι mijn lichaam zal veiligheid vinden in hoop NT Act. Ap. 2.26. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 11:18, 21 August 2022
English (LSJ)
A take up one's quarters, encamp, εἰς… X.Cyr.4.5.39, Hell.Oxy.16.2, etc.; ἐν… LXX 1 Ch.23.25; ἔνθα κατεσκηνώκατε X.Cyr.6.2.2: generally, rest, ἐπ' ἐλπίδι LXX Ps.15(16).9; settle, of birds, ἐν κλάδοις Ev.Matt.13.32: metaph., οὐ ψυχὴ ἐν μόνῳ ἀνθρώπῳ κ. Porph.Abst.4.9.
German (Pape)
[Seite 1379] sein Zelt od. Lager aufschlagen, sich lagern, sich niederlassen, um auszuruhen; ἐν ᾡ κατεσκηνώκατε Xen. Cyr. 6, 2, 2, öfter; Pol. 10, 31, 5. Auch von den Vögeln, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
κατασκηνόω: σταίνω κάτω, ἐπί τινος τόπου τὴν σκηνήν μου, στρατοπεδεύω, καταλύω, εἰς τόπον ἢ ἐν τόπῳ Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 39., 6. 2, 2, Ἀν. 2. 2, 16· αὐτοῦ κατεσκήνωσε Πολύβ. 10. 31, 5. κτλ.· καθόλου, ἀναπαύομαι, τοποθετοῦμαι, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ´, 32· ἐπ’ ἐλπίσι Πράξ. Ἀποστ. β´, 26· τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ ὑπὸ τὴν σκιὰν αὐτοῦ κ. Εὐαγγ. κ. Μάρκ. δ´, 32.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
poser sa tente ; camper, s’établir.
Étymologie: κατά, σκηνόω.
English (Strong)
from κατά and σκηνόω; to camp down, i.e. haunt; figuratively, to remain: lodge, rest.
English (Thayer)
κατασκήνω, infinitive κατασκηνοιν (L T Tr WH, WH, see ἀποδεκατόω; (but also κατασκηνοῦν, Matthew, the passage cited R G; Mark, the passage cited R G L T Tr; cf. Tdf. Proleg., p. 123)); future κατασκηνωσόω; 1st aorist κατεσκήνωσα; properly, to pitch one's tent, to fix one's abode, to dwell: ἐφ' ἐλπίδι, ἐν with the dative of place, ὑπό with the accusative of place, Xenophon, Polybius, Diodorus, others; κατεσκήνωσεν ὁ Θεός τῷ ναῷ τούτῳ, Josephus, Antiquities 3,8, 5; add, Sept. mostly for שָׁכַן.)
Greek Monotonic
κατασκηνόω: μέλ. -ώσω, στήνω επί τόπου κατασκήνωση ή σκηνή, στρατοπεδεύω, καταλύω, σε Ξεν.· γενικά, ξεκουράζομαι, τοποθετούμαι, αναπαύομαι.
Russian (Dvoretsky)
κατασκηνόω:
1) Xen., Polyb. = κατασκηνάω;
2) вить гнезда (ἐν τοῖς κλάδοις NT);
3) находить пристанище или отдых (ἐπ᾽ ἐλπίδι NT).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-σκηνόω zich legeren; zich nestelen:; κατασκηνοῦν ἐν τοῖς κλάδοις zich nesten in de takken NT Mt. 13.32; overdr.: ἡ σάρξ μου κατασκηνώσει ἐπ’ ἐλπίδι mijn lichaam zal veiligheid vinden in hoop NT Act. Ap. 2.26.
Middle Liddell
fut. ώσω
to pitch one's camp or tent, take up one's quarters, encamp, Xen.; generally, to rest, lodge, settle,
Chinese
原文音譯:kataskhnÒw 卡他-士咳挪哦
詞類次數:動詞(4)
原文字根:向下-帳棚 相當於: (שָׁכַן)
字義溯源:紮營,住,居住,安居,棲宿,宿;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(σκηνόω)=住帳棚)組成;其中 (σκηνόω)出自(σκῆνος)=茅舍), (σκῆνος)出自(σκηνή)=帳棚),而 (σκηνή)又出自(σκεῦος)*=器具),或出自(σκιά)=蔭*)
同源字:1) (κατασκηνόω)紮營 2) (σκάφη)住帳棚參讀 (ἀπολείπω)同義字
出現次數:總共(4);太(1);可(1);路(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 宿(2) 太13:32; 路13:19;
2) 安居(1) 徒2:26;
3) 棲宿(1) 可4:32