φρυάσσω: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b> [a-zA-Z]+\.) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b> [a-zA-Z]+\.) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 , $4")
Line 12: Line 12:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''φρυάσσω:''' атт. φρυάττω<br /><b class="num">1)</b> [[роптать]], [[волноваться]], [[быть в смятении]] ([[ἵνα]] τί ἐφρύαξαν ἔθνη NT);<br /><b class="num">2)</b> med. [[фыркать]], [[храпеть]] (πῶλοι φρυασσόμενοι Anth.; φρυαττόμενοι πρὸς τοὺς ἀγῶνας ἵπποι Plut.);<br /><b class="num">3)</b> med. быть надменным, кичиться (ἐπί τινι Diod. и ἔν τινι Anth.).
|elrutext='''φρυάσσω:''' атт. φρυάττω<br /><b class="num">1)</b> [[роптать]], [[волноваться]], [[быть в смятении]] ([[ἵνα]] τί ἐφρύαξαν ἔθνη NT);<br /><b class="num">2)</b> med. [[фыркать]], [[храпеть]] (πῶλοι φρυασσόμενοι Anth.; φρυαττόμενοι πρὸς τοὺς ἀγῶνας ἵπποι Plut.);<br /><b class="num">3)</b> med. [[быть надменным]], [[кичиться]] (ἐπί τινι Diod. и ἔν τινι Anth.).
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':fru£ssw 弗呂阿所<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':噴噴聲<br />'''字義溯源''':發出噴噴聲,怒吼^,傲慢,驕傲,忿怒,爭鬧;類似:([[βρύω]])=溢出*),或([[βρύχω]])=咬嚼*)<br />'''出現次數''':總共(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 爭鬧(1) 徒4:25
|sngr='''原文音譯''':fru£ssw 弗呂阿所<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':噴噴聲<br />'''字義溯源''':發出噴噴聲,怒吼^,傲慢,驕傲,忿怒,爭鬧;類似:([[βρύω]])=溢出*),或([[βρύχω]])=咬嚼*)<br />'''出現次數''':總共(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 爭鬧(1) 徒4:25
}}
}}

Revision as of 16:35, 22 August 2022

French (Bailly abrégé)

d’ord. φρυάσσομαι;
I. frémir ou gronder ; particul. :
1 hennir : πρός τι pour s'élancer vers qch, par désir ou impatience de qch;
2 crier en parl. du coq;
II. p. anal. en parl. de l’homme avoir une attitude ou un ton d’arrogance, s'enorgueillir.
Étymologie: cf. βρύω -- DELG pas d’explication satisfaisante.

English (Strong)

akin to βρύω, βρύχω; to snort (as a spirited horse), i.e. (figuratively) to make a tumult: rage.

English (Thayer)

1st aorist 3rd person plural ἐφρύαξαν; (everywhere in secular authors and also in Macc. as a deponent middle φρυάσσομαι (Winer's Grammar, 24)); to neigh, stamp the ground, prance, snort; to be high-spirited: properly, of horses (Anthol. 5,202, 4; Callimachus (260 B.C.>) lav. Pallad. verse 2); of men, to take on lofty airs, behave arrogantly (Anthol., Diodorus, Plutarch, others; (cf. Wetstein on Acts as below)); active for רָגַשׁ, to be tumultuous, to rage, Psalm 2:1.

Greek Monolingual

και φρυάττω ΝΜΑ, και φρυάζω Ν
(μσν.-αρχ. και μέσ. φρυάσσομαι και φρυάττομαι) (για άλογο) φριμάζω, φρουμάζω
νεοελλ.
(για πρόσ.) καταλαμβάνομαι από μανιώδη οργή («φρύαξε από το κακό του»)
μσν.-αρχ.
(ενεργ. και μέσ.) (για πρόσ.) περηφανεύομαι, κομπάζω («μὴ μάτην μετεωρίζου φρυαττόμενος ἀδήλοις ἐλπίσιν», ΠΔ)
αρχ.
μέσ. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «φρυάττεσθαι, καταπλήττειν
οὕτω Μένανδρος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ., αβέβαιης ετυμολ. (πρβλ. και το επίσης αβέβαιης ετυμολ. φριμάσσομαι). Έχει προταθεί η αναγωγή του ρ. στη μηδενισμένη βαθμίδα bhru- της ρίζας bhr-ēw- (βλ. λ. φρέαρ) ενώ, κατ' άλλους, ο τ. φρυάσσομαι αποτελεί μεταπλασμένο τ. του φριμάσσομαι, κατ' επίδραση της λ. ῥύαξ.

Russian (Dvoretsky)

φρυάσσω: атт. φρυάττω
1) роптать, волноваться, быть в смятении (ἵνα τί ἐφρύαξαν ἔθνη NT);
2) med. фыркать, храпеть (πῶλοι φρυασσόμενοι Anth.; φρυαττόμενοι πρὸς τοὺς ἀγῶνας ἵπποι Plut.);
3) med. быть надменным, кичиться (ἐπί τινι Diod. и ἔν τινι Anth.).

Chinese

原文音譯:fru£ssw 弗呂阿所
詞類次數:動詞(1)
原文字根:噴噴聲
字義溯源:發出噴噴聲,怒吼^,傲慢,驕傲,忿怒,爭鬧;類似:(βρύω)=溢出*),或(βρύχω)=咬嚼*)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 爭鬧(1) 徒4:25