κατασκηνόω: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1379.png Seite 1379]] sein Zelt od. Lager aufschlagen, sich lagern, sich niederlassen, um auszuruhen; ἐν ᾡ κατεσκηνώκατε Xen. Cyr. 6, 2, 2, öfter; Pol. 10, 31, 5. Auch von den Vögeln, N. T.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1379.png Seite 1379]] sein Zelt od. Lager aufschlagen, sich lagern, sich niederlassen, um auszuruhen; ἐν ᾡ κατεσκηνώκατε Xen. Cyr. 6, 2, 2, öfter; Pol. 10, 31, 5. Auch von den Vögeln, N. T.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />poser sa tente ; camper, s'établir.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σκηνόω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατασκηνόω''': σταίνω [[κάτω]], ἐπί τινος τόπου τὴν σκηνήν μου, [[στρατοπεδεύω]], [[καταλύω]], εἰς τόπον ἢ ἐν τόπῳ Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 39., 6. 2, 2, Ἀν. 2. 2, 16· [[αὐτοῦ]] κατεσκήνωσε Πολύβ. 10. 31, 5. κτλ.· [[καθόλου]], ἀναπαύομαι, τοποθετοῦμαι, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ´, 32· ἐπ’ ἐλπίσι Πράξ. Ἀποστ. β´, 26· τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ ὑπὸ τὴν σκιὰν [[αὐτοῦ]] κ. Εὐαγγ. κ. Μάρκ. δ´, 32.
|lstext='''κατασκηνόω''': σταίνω [[κάτω]], ἐπί τινος τόπου τὴν σκηνήν μου, [[στρατοπεδεύω]], [[καταλύω]], εἰς τόπον ἢ ἐν τόπῳ Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 39., 6. 2, 2, Ἀν. 2. 2, 16· [[αὐτοῦ]] κατεσκήνωσε Πολύβ. 10. 31, 5. κτλ.· [[καθόλου]], ἀναπαύομαι, τοποθετοῦμαι, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ´, 32· ἐπ’ ἐλπίσι Πράξ. Ἀποστ. β´, 26· τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ ὑπὸ τὴν σκιὰν [[αὐτοῦ]] κ. Εὐαγγ. κ. Μάρκ. δ´, 32.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />poser sa tente ; camper, s'établir.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σκηνόω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR

Revision as of 22:05, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασκηνόω Medium diacritics: κατασκηνόω Low diacritics: κατασκηνόω Capitals: ΚΑΤΑΣΚΗΝΟΩ
Transliteration A: kataskēnóō Transliteration B: kataskēnoō Transliteration C: kataskinoo Beta Code: kataskhno/w

English (LSJ)

take up one's quarters, encamp, εἰςX.Cyr.4.5.39, Hell.Oxy.16.2, etc.; ἐνLXX 1 Ch.23.25; ἔνθα κατεσκηνώκατε X.Cyr.6.2.2: generally, rest, ἐπ' ἐλπίδι LXX Ps.15(16).9; settle, of birds, ἐν κλάδοις Ev.Matt.13.32: metaph., οὐ ψυχὴ ἐν μόνῳ ἀνθρώπῳ κ. Porph.Abst.4.9.

German (Pape)

[Seite 1379] sein Zelt od. Lager aufschlagen, sich lagern, sich niederlassen, um auszuruhen; ἐν ᾡ κατεσκηνώκατε Xen. Cyr. 6, 2, 2, öfter; Pol. 10, 31, 5. Auch von den Vögeln, N. T.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
poser sa tente ; camper, s'établir.
Étymologie: κατά, σκηνόω.

Greek (Liddell-Scott)

κατασκηνόω: σταίνω κάτω, ἐπί τινος τόπου τὴν σκηνήν μου, στρατοπεδεύω, καταλύω, εἰς τόπον ἢ ἐν τόπῳ Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 39., 6. 2, 2, Ἀν. 2. 2, 16· αὐτοῦ κατεσκήνωσε Πολύβ. 10. 31, 5. κτλ.· καθόλου, ἀναπαύομαι, τοποθετοῦμαι, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ´, 32· ἐπ’ ἐλπίσι Πράξ. Ἀποστ. β´, 26· τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ ὑπὸ τὴν σκιὰν αὐτοῦ κ. Εὐαγγ. κ. Μάρκ. δ´, 32.

English (Strong)

from κατά and σκηνόω; to camp down, i.e. haunt; figuratively, to remain: lodge, rest.

English (Thayer)

κατασκήνω, infinitive κατασκηνοιν (L T Tr WH, WH, see ἀποδεκατόω; (but also κατασκηνοῦν, Matthew, the passage cited R G; Mark, the passage cited R G L T Tr; cf. Tdf. Proleg., p. 123)); future κατασκηνωσόω; 1st aorist κατεσκήνωσα; properly, to pitch one's tent, to fix one's abode, to dwell: ἐφ' ἐλπίδι, ἐν with the dative of place, ὑπό with the accusative of place, Xenophon, Polybius, Diodorus, others; κατεσκήνωσεν ὁ Θεός τῷ ναῷ τούτῳ, Josephus, Antiquities 3,8, 5; add, Sept. mostly for שָׁכַן.)

Greek Monotonic

κατασκηνόω: μέλ. -ώσω, στήνω επί τόπου κατασκήνωση ή σκηνή, στρατοπεδεύω, καταλύω, σε Ξεν.· γενικά, ξεκουράζομαι, τοποθετούμαι, αναπαύομαι.

Russian (Dvoretsky)

κατασκηνόω:
1) Xen., Polyb. = κατασκηνάω;
2) вить гнезда (ἐν τοῖς κλάδοις NT);
3) находить пристанище или отдых (ἐπ᾽ ἐλπίδι NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-σκηνόω zich legeren; zich nestelen:; κατασκηνοῦν ἐν τοῖς κλάδοις zich nesten in de takken NT Mt. 13.32; overdr.: ἡ σάρξ μου κατασκηνώσει ἐπ’ ἐλπίδι mijn lichaam zal veiligheid vinden in hoop NT Act. Ap. 2.26.

Middle Liddell

fut. ώσω
to pitch one's camp or tent, take up one's quarters, encamp, Xen.; generally, to rest, lodge, settle,

Chinese

原文音譯:kataskhnÒw 卡他-士咳挪哦
詞類次數:動詞(4)
原文字根:向下-帳棚 相當於: (שָׁכַן‎)
字義溯源:紮營,住,居住,安居,棲宿,宿;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(σκηνόω)=住帳棚)組成;其中 (σκηνόω)出自(σκῆνος)=茅舍), (σκῆνος)出自(σκηνή)=帳棚),而 (σκηνή)又出自(σκεῦος)*=器具),或出自(σκιά)=蔭*)
同源字:1) (κατασκηνόω)紮營 2) (σκάφη)住帳棚參讀 (ἀπολείπω)同義字
出現次數:總共(4);太(1);可(1);路(1);徒(1)
譯字彙編
1) 宿(2) 太13:32; 路13:19;
2) 安居(1) 徒2:26;
3) 棲宿(1) 可4:32