ἐπήτριμος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0921.png Seite 921]] ([[ἤτριον]], also eigtl. angewebt), dicht an einander, πυρσοὶ ἐπήτριμοι, Fackel an Fackel gedrängt, Il. 18, 211, vgl. 18, 552; von der Zeit, ἔπιπτον ἐπ., schnell nach einander, 19, 226; sp. Ep., wie Ap. Rh. 1, 30. Nach Hesych., wie π υκνός, verständig, [[varia lectio|v.l.]] [[ἐπήτριος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0921.png Seite 921]] ([[ἤτριον]], also eigtl. angewebt), dicht an einander, πυρσοὶ ἐπήτριμοι, Fackel an Fackel gedrängt, Il. 18, 211, vgl. 18, 552; von der Zeit, ἔπιπτον ἐπ., schnell nach einander, 19, 226; sp. Ep., wie Ap. Rh. 1, 30. Nach Hesych., wie π υκνός, verständig, [[varia lectio|v.l.]] [[ἐπήτριος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />au tissu serré ; dru, pressé, nombreux.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἤτριον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπήτρῐμος''': -ον, ([[ἤτριον]]) [[κυρίως]] μὲν παρυφασμένος, πυκνῶς συνυφασμένος, [[καθόλου]] δὲ [[πυκνός]], [[ἐπάλληλος]]· πυρσοί τε φλεγέθουσιν ἐπήτριμοι Ἰλ. Σ. 211· δράγματα δ’ ἄλλα μετ’ ὄγμον ἐπήτριμα πῖπτον ἔραζε, ἔπιπτον ἀλλεπάλληλα ἐπὶ τῆς γῆς, [[αὐτόθι]] 552· [[λίην]] γὰρ πολλοὶ καὶ ἐπήτριμοι... πίπτουσι Τ. 226.
|lstext='''ἐπήτρῐμος''': -ον, ([[ἤτριον]]) [[κυρίως]] μὲν παρυφασμένος, πυκνῶς συνυφασμένος, [[καθόλου]] δὲ [[πυκνός]], [[ἐπάλληλος]]· πυρσοί τε φλεγέθουσιν ἐπήτριμοι Ἰλ. Σ. 211· δράγματα δ’ ἄλλα μετ’ ὄγμον ἐπήτριμα πῖπτον ἔραζε, ἔπιπτον ἀλλεπάλληλα ἐπὶ τῆς γῆς, [[αὐτόθι]] 552· [[λίην]] γὰρ πολλοὶ καὶ ἐπήτριμοι... πίπτουσι Τ. 226.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />au tissu serré ; dru, pressé, nombreux.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἤτριον]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 15:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπήτρῐμος Medium diacritics: ἐπήτριμος Low diacritics: επήτριμος Capitals: ΕΠΗΤΡΙΜΟΣ
Transliteration A: epḗtrimos Transliteration B: epētrimos Transliteration C: epitrimos Beta Code: e)ph/trimos

English (LSJ)

ον, (ἤτριον) prop. woven to, closely woven: hence, generally, close, thronged, πυρσοί τε φλεγέθουσιν ἐπήτριμοι torch upon torch, Il.18.211; δράγματα . . ἐ. πῖπτον ἔραζε ib.552; λίην γὰρ πολλοὶ καὶ ἐπήτριμοι . . πίπτουσι too many one after another, 19.226, cf. A.R. 1.30, etc.: later in sg., κῦμα Q.S.14.248; ὄχλος Opp.C.3.382: neuter plural as adverb, ib.1.322, al.

German (Pape)

[Seite 921] (ἤτριον, also eigtl. angewebt), dicht an einander, πυρσοὶ ἐπήτριμοι, Fackel an Fackel gedrängt, Il. 18, 211, vgl. 18, 552; von der Zeit, ἔπιπτον ἐπ., schnell nach einander, 19, 226; sp. Ep., wie Ap. Rh. 1, 30. Nach Hesych., wie π υκνός, verständig, v.l. ἐπήτριος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au tissu serré ; dru, pressé, nombreux.
Étymologie: ἐπί, ἤτριον.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπήτρῐμος: -ον, (ἤτριον) κυρίως μὲν παρυφασμένος, πυκνῶς συνυφασμένος, καθόλου δὲ πυκνός, ἐπάλληλος· πυρσοί τε φλεγέθουσιν ἐπήτριμοι Ἰλ. Σ. 211· δράγματα δ’ ἄλλα μετ’ ὄγμον ἐπήτριμα πῖπτον ἔραζε, ἔπιπτον ἀλλεπάλληλα ἐπὶ τῆς γῆς, αὐτόθι 552· λίην γὰρ πολλοὶ καὶ ἐπήτριμοι... πίπτουσι Τ. 226.

English (Autenrieth)

thick together, numerous; πίπτειν, ‘thick and fast,’ Il. 19.226, Il. 18.211, 552.

Greek Monolingual

ἐπήτριμος, -ον (Α)
1. ο πυκνοϋφασμένος
2. γεν. πυκνός, ο ένας κοντά στον άλλο, αλλεπάλληλος («δράγματα ἐπήτριμα πῑπτον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ήτριον «στημόνι» + επίθημα -ιμος].

Greek Monotonic

ἐπήτρῐμος: -ον (ἤτριον), κυρίως, υφαντός, υφασμένος πάνω σε (παρυφασμένος), πυκνά συνυφασμένος· έπειτα, πυκνός, αλλεπάλληλος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπήτρῐμος:
1) плотный, густой, частый (δράγματα Hom.);
2) многочисленный (πυρσοὶ ἐπήτριμοι Hom.): πολλοὶ καὶ ἐπήτριμοι πίπτουσιν Hom. множество (ахейцев) беспрерывно гибнет.

Middle Liddell

ἐπ-ήτρῐμος, ον ἤτριον
properly, woven upon, closely woven: then, close-thronged, one upon another, Il.