κατοίκησις: Difference between revisions
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de s'établir dans un lieu;<br /><b>2</b> habitation, résidence.<br />'''Étymologie:''' [[κατοικέω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de s'établir dans un lieu;<br /><b>2</b> habitation, résidence.<br />'''Étymologie:''' [[κατοικέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κατοίκησις -εως, ἡ [κατοικέω] vestiging; verblijfplaats. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατοίκησις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[заселение]] (καλεῖται, διὰ τὴν παλαιὰν [[ταύτῃ]] κατοίκησιν, καὶ ἡ [[ἀκρόπολις]] [[μέχρι]] [[τοῦδε]] [[ἔτι]] [[πόλις]] Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> [[жилище]], [[местопребывание]] (τῶν προγόνων Plat.; τὴν κατοίκησιν ἔχειν ἔν τινι NT). | |||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''κατοίκησις:''' -εως, ἡ, [[διαμονή]] σ' έναν [[τόπο]], σε Θουκ. | |lsmtext='''κατοίκησις:''' -εως, ἡ, [[διαμονή]] σ' έναν [[τόπο]], σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κατοίκησις''': -εως, ἡ, τὸ νὰ κατοικῇ τις ἔν τινι τόπῳ, ἡ [[διαμονή]], [[διατριβή]], [[κατοικία]], διὰ τὴν [[ταύτῃ]] κ. Θουκ. 2. 15, Πλάτ. Τίμ. 71B, Κριτί. 115C, κτλ.· ἡ κατὰ τὴν Ἰταλίαν κ. Ἀθήν. 523Ε, (διάφορ. τοῦ [[κατοίκισις]], ὡς τὸ κατοικεῖν τοῦ κατοικίζειν). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 20:45, 2 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A settling in a place, διὰ τὴν ταύτῃ κ. Th. 2.15. II dwelling, abode, Pl.Ti.71b, Criti.115c, LXX Ge.10.30, etc.; τὴν κ. εἶχεν ἐν τοῖς μνήμασι Ev.Marc.5.3; inhabited district, ἡ κατὰ τὴν Ἰταλίαν κ. Ath.12.523e.
German (Pape)
[Seite 1402] ἡ, das Bewohnen, die Wohnung, der Aufenthaltsort; τὴν παλαιὰν ταύτῃ κατοίκησιν Thuc. 2, 15; Plat. Tim. 71 b; ἐν ταύτῃ τῇ τοῦ θεοῦ καὶ τῶν προγόνων κατοικήσει Critia. 115 c; Sp., wie Plut. Lys. 28.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de s'établir dans un lieu;
2 habitation, résidence.
Étymologie: κατοικέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατοίκησις -εως, ἡ [κατοικέω] vestiging; verblijfplaats.
Russian (Dvoretsky)
κατοίκησις: εως ἡ
1) заселение (καλεῖται, διὰ τὴν παλαιὰν ταύτῃ κατοίκησιν, καὶ ἡ ἀκρόπολις μέχρι τοῦδε ἔτι πόλις Thuc.);
2) жилище, местопребывание (τῶν προγόνων Plat.; τὴν κατοίκησιν ἔχειν ἔν τινι NT).
English (Strong)
from κατοικέω; residence (properly, the act; but by implication, concretely, the mansion): dwelling.
English (Thayer)
κατοικήσεώς, ἡ (κατοικέω), dwelling, abode: Thucydides, Plato, Plutarch.)
Greek Monotonic
κατοίκησις: -εως, ἡ, διαμονή σ' έναν τόπο, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
κατοίκησις: -εως, ἡ, τὸ νὰ κατοικῇ τις ἔν τινι τόπῳ, ἡ διαμονή, διατριβή, κατοικία, διὰ τὴν ταύτῃ κ. Θουκ. 2. 15, Πλάτ. Τίμ. 71B, Κριτί. 115C, κτλ.· ἡ κατὰ τὴν Ἰταλίαν κ. Ἀθήν. 523Ε, (διάφορ. τοῦ κατοίκισις, ὡς τὸ κατοικεῖν τοῦ κατοικίζειν).
Middle Liddell
κατοίκησις, εως [from κατοικέω
a settling in a place, Thuc.
Chinese
原文音譯:kato⋯khsij 卡特-哀咳西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向下-家(著) 相當於: (מֹושָׁב)
字義溯源:住所,居住,住處,住;源自(κατοικέω / κατοικίζω)=定居);由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(οἰκέω)=居住)組成;而 (οἰκέω)出自(οἶκος)*=住處)。參讀 (κατοικέω / κατοικίζω)同義字
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編:
1) 住(1) 可5:3