θαρσύνω: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ion. et anc. att. c.</i> [[θαρρύνω]].
|btext=<i>ion. et anc. att. c.</i> [[θαρρύνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''θαρσύνω:''' новоатт. [[θαρρύνω]] (ῡ)<br /><b class="num">1)</b> [[придавать смелости]], [[поднимать дух]] (τινὰ ἐπέεσσιν Hom.; ἔργῳ καὶ λόγῳ Xen.; τινά Plut.): θάρσυνον δέ οἱ [[ἦτορ]] Hom. придай ему отваги;<br /><b class="num">2)</b> [[внушать уверенность или спокойствие]]: θαρσῦναι καὶ πρὸς τὸ ἠπιώτερον καταστῆσαι Thuc. успокоить и смягчить;<br /><b class="num">3)</b> (= [[θαρσέω]]) быть (становиться) смелым: ὦ [[φίλη]], θάρσυνε! Soph. мужайся или не бойся, дорогая!
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θαρσύνω:''' [ῡ], Αττ. [[θαρρύνω]], μτβ. του [[θαρσέω]], [[ενθαρρύνω]], [[χαροποιώ]], [[ενθουσιάζω]]· <i>θάρσυνον</i> (αόρ. αʹ προστ.), σε Ομήρ. Ιλ.· [[θαρσύνεσκε]] (Ιων. παρατ.), στο ίδ.· ομοίως σε Ηρόδ., Θουκ., κ.λπ.·<br /><b class="num">II.</b> αμτβ. <i>θάρσυνε</i>, έχε [[θάρρος]], [[τόλμη]], [[πίστη]], σε Σοφ.
|lsmtext='''θαρσύνω:''' [ῡ], Αττ. [[θαρρύνω]], μτβ. του [[θαρσέω]], [[ενθαρρύνω]], [[χαροποιώ]], [[ενθουσιάζω]]· <i>θάρσυνον</i> (αόρ. αʹ προστ.), σε Ομήρ. Ιλ.· [[θαρσύνεσκε]] (Ιων. παρατ.), στο ίδ.· ομοίως σε Ηρόδ., Θουκ., κ.λπ.·<br /><b class="num">II.</b> αμτβ. <i>θάρσυνε</i>, έχε [[θάρρος]], [[τόλμη]], [[πίστη]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''θαρσύνω:''' новоатт. [[θαρρύνω]] (ῡ)<br /><b class="num">1)</b> [[придавать смелости]], [[поднимать дух]] (τινὰ ἐπέεσσιν Hom.; ἔργῳ καὶ λόγῳ Xen.; τινά Plut.): θάρσυνον δέ οἱ [[ἦτορ]] Hom. придай ему отваги;<br /><b class="num">2)</b> [[внушать уверенность или спокойствие]]: θαρσῦναι καὶ πρὸς τὸ ἠπιώτερον καταστῆσαι Thuc. успокоить и смягчить;<br /><b class="num">3)</b> (= [[θαρσέω]]) быть (становиться) смелым: ὦ [[φίλη]], θάρσυνε! Soph. мужайся или не бойся, дорогая!
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> Causal of [[θαρσέω]], to [[encourage]], [[cheer]], θάρσυνον (aor1 imperat.) Il.; [[θαρσύνεσκε]] (ionic imperf.) Il.; so Hdt., Thuc., etc.<br /><b class="num">II.</b> intr. θάρσυνε be of [[good]] [[courage]], Soph.
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> Causal of [[θαρσέω]], to [[encourage]], [[cheer]], θάρσυνον (aor1 imperat.) Il.; [[θαρσύνεσκε]] (ionic imperf.) Il.; so Hdt., Thuc., etc.<br /><b class="num">II.</b> intr. θάρσυνε be of [[good]] [[courage]], Soph.
}}
}}

Revision as of 13:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαρσύνω Medium diacritics: θαρσύνω Low diacritics: θαρσύνω Capitals: ΘΑΡΣΥΝΩ
Transliteration A: tharsýnō Transliteration B: tharsynō Transliteration C: tharsyno Beta Code: qarsu/nw

English (LSJ)

[ῡ], Att. θαρρύνω, causal of θαρσέω, A encourage, embolden, θάρσυνον (aor. imper.) δέ οἱ ἦτορ Il.16.242; θαρσύνεσκε παριστάμενος ἐπέεσσιν 4.233; θαρσύνω μύθῳ 10.190; θαρσύνω λόγοις, opp. φοβεῖν, A.Pers.216 (troch.); ἔργῳ καὶ λόγῳ X.Cyr.6.3.27, cf.Hdt.2.141, Th.2.59, etc. II intr. = θαρσέω, ἀλλ', ὦ φίλη, θάρσυνε S.El.916. —Cf. θρασύνω.

German (Pape)

[Seite 1187] ion. u. altatt., seit Plat. θαῤῥύνω, erm uthigen, dreist machen, μύθῳ Il. 10, 190, τοὺς μάλα θαρσύνεσκε παριστάμενος ἐπέεσσιν 4, 233, öfter; οὔ σε βουλόμεσθα, μῆτερ, οὔτ' ἄγαν φοβεῖν λόγοις, οὔτε θαρσύνειν Aesch. Pers. 212; λόγοισι θαρσύνοντες Eur. Phoen. 1255; Her. 2, 141; θαῤῥύνειν τοὺς ἑπομένους καὶ λόγῳ καὶ ἔργῳ Xen. Cyr. 6, 3, 27; Sp., wie Plut. Aemil. Paul. 16. – Intrans., = θαῤῥέω, bei Soph., ἀλλ' ὦ φίλη θάρσυνε El. 904.

French (Bailly abrégé)

ion. et anc. att. c. θαρρύνω.

Russian (Dvoretsky)

θαρσύνω: новоатт. θαρρύνω (ῡ)
1) придавать смелости, поднимать дух (τινὰ ἐπέεσσιν Hom.; ἔργῳ καὶ λόγῳ Xen.; τινά Plut.): θάρσυνον δέ οἱ ἦτορ Hom. придай ему отваги;
2) внушать уверенность или спокойствие: θαρσῦναι καὶ πρὸς τὸ ἠπιώτερον καταστῆσαι Thuc. успокоить и смягчить;
3) (= θαρσέω) быть (становиться) смелым: ὦ φίλη, θάρσυνε! Soph. мужайся или не бойся, дорогая!

Greek (Liddell-Scott)

θαρσύνω: ῡ, παρὰ νεωτ. Ἀττ. θαρρύνω, μεταβατ. τοῦ θαρσέω, ποιῶ τινα θαρρεῖν, ἐμποιῶ θάρρος, θάρσυνον (προστ. ἀορ.) δέ οι ἦτορ Ἰλ. Π. 242· θαρσύνεσκε (Ἰων. παρατ.) παριστάμενος ἐπέεσσιν Δ. 233· θάρσυνέ τε μύθῳ Κ. 190· θαρσύνας ἐπέεσσι Ὀδ. Ν. 323· θαρσ. λόγοις, ἐναντίον τοῦ φοβεῖν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 215· ἔργῳ καὶ λόγῳ Ξεν. Κύρ. 6. 3, 27· ὡσαύτως παρ’ Ἡροδ. 2. 141, Θουκ. 2. 59, κτλ. ΙΙ. ἀμετάβ. ὡς τὸ βραδύνειν καὶ ταχύνειν = θαρσέω, ἀλλ’, ὦ φίλη, θάρσυνε Σοφ. Ἠλ. 916. - Περὶ τῆς διαφορᾶς μεταξὺ τοῦ θαρσύνω καὶ θρασύνω ἴδε ἐν λ. θράσος.

English (Autenrieth)

ipf. iter. θαρσύνεσκε, aor. θάρσῦνα: encourage.

Greek Monolingual

θαρσύνω, νεώτ. αττ. τ. θαρρύνω (Α)
1. εμπνέω θάρρος («θάρσυνον δὲ οἱ ἦτορ», Ομ. Ιλ.)
2. έχω θάρρος («ἀλλ', ὦ φίλη, θάρσυνε», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. θαρσύνω προϋποθέτει την ύπαρξη αμάρτ. τ. θαρσύς, παράλληλα προς το μαρτυρ. θρασύς. (Ο τ. θαρσύς που μαρτυρείται είναι μτγν.)].

Greek Monotonic

θαρσύνω: [ῡ], Αττ. θαρρύνω, μτβ. του θαρσέω, ενθαρρύνω, χαροποιώ, ενθουσιάζω· θάρσυνον (αόρ. αʹ προστ.), σε Ομήρ. Ιλ.· θαρσύνεσκε (Ιων. παρατ.), στο ίδ.· ομοίως σε Ηρόδ., Θουκ., κ.λπ.·
II. αμτβ. θάρσυνε, έχε θάρρος, τόλμη, πίστη, σε Σοφ.

Middle Liddell


I. Causal of θαρσέω, to encourage, cheer, θάρσυνον (aor1 imperat.) Il.; θαρσύνεσκε (ionic imperf.) Il.; so Hdt., Thuc., etc.
II. intr. θάρσυνε be of good courage, Soph.