ἀποκλείω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> intercepter, fermer ; [[τὰς]] πύλας HDT les portes ; τὴν ὄψιν HDT intercepter la vue ; <i>en parl. de pays</i> borner, limiter;<br /><b>2</b> exclure ; écarter, repousser : τινά τινος <i>ou</i> [[ἀπό]] τινος exclure qqn de qch, interdire à qqn l'accès <i>ou</i> la participation à qch;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀποκλείομαι intercepter : τινα τῆς διαβάσεως THC barrer le passage à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κλείω]].
|btext=<b>1</b> intercepter, fermer ; [[τὰς]] πύλας HDT les portes ; τὴν ὄψιν HDT intercepter la vue ; <i>en parl. de pays</i> borner, limiter;<br /><b>2</b> exclure ; écarter, repousser : τινά τινος <i>ou</i> [[ἀπό]] τινος exclure qqn de qch, interdire à qqn l'accès <i>ou</i> la participation à qch;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀποκλείομαι intercepter : τινα τῆς διαβάσεως THC barrer le passage à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κλείω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποκλείω:''' атт. [[ἀποκλῄω]], ион. [[ἀποκληΐω]], дор. [[ἀποκλᾴω]]<br /><b class="num">1)</b> [[запирать]] (τὰς πύλας Her., Plut.; τὴν οἰκίαν Plut.; τινὰ [[ἔνδον]] Dem.; ἀπεκλείσθην ἐν τῷ δωματίῳ Lys.);<br /><b class="num">2)</b> [[преграждать]], [[перерезывать]] (τὰς ἐφόδους τῶν ἐπιτηδείων Xen.; τὴν ὁδόν Babr.): ἀ. τινά τινος Her., Aesch., τινά τινι и τινὰ [[ἀπό]] τινος Arph. закрывать кому-л. доступ к чему-л.; ἀ. τινα τῆς Σπαρτης Plut. отрезать кого-л. от Спарты; ἀπεκεκλέατο ὑπὸ τῆς ἵππου Her. их путь был прегражден конницей; ἀποκλεῖσθαι τῶν σιτίων Dem. отворачиваться (отказываться) от пищи; ἀ. τὴν βλάστην τινός Plat. мешать росту чего-л.;<br /><b class="num">3)</b> [[застилать]], [[закрывать]] (τὴν ὄψιν Her.; τὸ [[φῶς]] ἀποκέκλεισται Arst.): ἀ. τὰ [[ὦτα]] Plut. затыкать уши;<br /><b class="num">4)</b> юр. [[делать отвод или оговорку]] Dem.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 33: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποκλείω:''' μέλ. <i>-κλείσω</i>, Ιων. ἀπο-[[κληίω]], μέλ. <i>-κληίσω</i>· Αττ. [[ἀποκλῄω]], μέλ. -[[κλῄσω]], Δωρ. μέλ. <i>κλᾴξω</i>· προστ. αορ. αʹ <i>-κλᾷξον</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κλείνω]] έξω, [[εμποδίζω]] την είσοδο, [[προβάλλω]] εμπόδια· <i>τινὰ πυλέων</i>, σε Ηρόδ.· <i>δωμάτων</i>, σε Αισχύλ.· [[ἀποκλείω]] τινά, [[κλείνω]] κάποιον έξω, σε Αριστοφ. — Μέσ., [[ἀποκλείω]] τινὰτῆς διαβάσεως, [[εμποδίζω]] τη [[διέλευση]] κάποιου, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποκλείω]] κάποιον από [[κάτι]], [[προβάλλω]] εμπόδια σε [[κάτι]], <i>τινός</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἀπό τινος, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[κλείνω]] τις πόρτες και άλλα παρόμοια, [[φράζω]], [[εμποδίζω]], σε Ηρόδ. — Παθ., κλείνομαι, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[κλείνω]] κάποιον στη [[φυλακή]], σε Σοφ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">IV.</b> [[αποκλείω]], [[εξαιρώ]], [[εμποδίζω]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. — Παθ., <i>ἀποκλείομαι ὑπὸ τῆς ἵππου</i>, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀποκλείω:''' μέλ. <i>-κλείσω</i>, Ιων. ἀπο-[[κληίω]], μέλ. <i>-κληίσω</i>· Αττ. [[ἀποκλῄω]], μέλ. -[[κλῄσω]], Δωρ. μέλ. <i>κλᾴξω</i>· προστ. αορ. αʹ <i>-κλᾷξον</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κλείνω]] έξω, [[εμποδίζω]] την είσοδο, [[προβάλλω]] εμπόδια· <i>τινὰ πυλέων</i>, σε Ηρόδ.· <i>δωμάτων</i>, σε Αισχύλ.· [[ἀποκλείω]] τινά, [[κλείνω]] κάποιον έξω, σε Αριστοφ. — Μέσ., [[ἀποκλείω]] τινὰτῆς διαβάσεως, [[εμποδίζω]] τη [[διέλευση]] κάποιου, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποκλείω]] κάποιον από [[κάτι]], [[προβάλλω]] εμπόδια σε [[κάτι]], <i>τινός</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἀπό τινος, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[κλείνω]] τις πόρτες και άλλα παρόμοια, [[φράζω]], [[εμποδίζω]], σε Ηρόδ. — Παθ., κλείνομαι, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[κλείνω]] κάποιον στη [[φυλακή]], σε Σοφ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">IV.</b> [[αποκλείω]], [[εξαιρώ]], [[εμποδίζω]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. — Παθ., <i>ἀποκλείομαι ὑπὸ τῆς ἵππου</i>, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποκλείω:''' атт. [[ἀποκλῄω]], ион. [[ἀποκληΐω]], дор. [[ἀποκλᾴω]]<br /><b class="num">1)</b> [[запирать]] (τὰς πύλας Her., Plut.; τὴν οἰκίαν Plut.; τινὰ [[ἔνδον]] Dem.; ἀπεκλείσθην ἐν τῷ δωματίῳ Lys.);<br /><b class="num">2)</b> [[преграждать]], [[перерезывать]] (τὰς ἐφόδους τῶν ἐπιτηδείων Xen.; τὴν ὁδόν Babr.): ἀ. τινά τινος Her., Aesch., τινά τινι и τινὰ [[ἀπό]] τινος Arph. закрывать кому-л. доступ к чему-л.; ἀ. τινα τῆς Σπαρτης Plut. отрезать кого-л. от Спарты; ἀπεκεκλέατο ὑπὸ τῆς ἵππου Her. их путь был прегражден конницей; ἀποκλεῖσθαι τῶν σιτίων Dem. отворачиваться (отказываться) от пищи; ἀ. τὴν βλάστην τινός Plat. мешать росту чего-л.;<br /><b class="num">3)</b> [[застилать]], [[закрывать]] (τὴν ὄψιν Her.; τὸ [[φῶς]] ἀποκέκλεισται Arst.): ἀ. τὰ [[ὦτα]] Plut. затыкать уши;<br /><b class="num">4)</b> юр. [[делать отвод или оговорку]] Dem.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj