ἄδοξος: Difference between revisions
πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> sans gloire, obscur, vulgaire;<br /><b>2</b> méprisé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[δόξα]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> sans gloire, obscur, vulgaire;<br /><b>2</b> méprisé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[δόξα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄδοξος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[неизвестный]], [[незнатный]] Isocr.: ἐξ ἀδόξων [[ἔνιοι]] ἔνοδοξοι γίγνονται Dem. [[некоторые из неизвестных становятся знаменитыми]];<br /><b class="num">2)</b> [[бесславный]], [[позорный]] ([[πόλεμος]] Dem.): [[πρόφασις]] οὐκ ἄδοξος Plut. [[благовидный предлог]];<br /><b class="num">3)</b> [[презираемый]] (εὐνοῦχοι, [[τέχνη]] Xen.);<br /><b class="num">4)</b> [[невероятный]], [[неправдоподобный]] (τὸ ἐρωτώμενον Arst.);<br /><b class="num">5)</b> [[нежданный]] Soph. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄδοξος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει καλή [[δόξα]], [[αναγνώριση]] και [[υπόληψη]], [[αφανής]], [[άσημος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πρόστυχος]], [[αισχρός]], [[ατιμωτικός]]<br /><b>2.</b> [[απίθανος]], [[απροσδόκητος]]<br /><b>3.</b> (για τους ευνούχους) [[αξιοκαταφρόνητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[δόξα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀδοξία]], <i>ἀδοξῶ</i>]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἄδοξος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει καλή [[δόξα]], [[αναγνώριση]] και [[υπόληψη]], [[αφανής]], [[άσημος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πρόστυχος]], [[αισχρός]], [[ατιμωτικός]]<br /><b>2.</b> [[απίθανος]], [[απροσδόκητος]]<br /><b>3.</b> (για τους ευνούχους) [[αξιοκαταφρόνητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[δόξα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀδοξία]], <i>ἀδοξῶ</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 18:44, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A without δόξα, inglorious, πόλεμος D.5.5; disreputable, τέχνη X.Smp.4.56. 2 obscure, ignoble, πόλεις Isoc.12.253; ἀνώνυμοι καὶ ἄδοξοι D.8.66, cf. Arist.Rh.1384b31; of eunuchs, despised, X.Cyr.7.5.61. Adv. ἀδόξως Plu.Thes.35. II = παράδοξος, unexpected, S.Fr.71; improbable, opp. ἔνδοξος, Arist.Top. 159a39, etc.; τὰ ἀδοξότατα λέγειν ib.159a19.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de mala fama τέχνη X.Smp.4.56.
2 despreciable de los eunucos, X.Cyr.7.5.61, del fornicador, Gr.Nyss.Hom. in 1Cor.6.18.213.25, μηδὲν ... ἄδοξον ... πράξῃς POxy.79ue.4 (II d.C.)
•vergonzoso, indigno Welles, RC 1.63 (Tróade IV a.C.).
II 1oscuro, sin gloria, desconocido πόλεις Isoc.12.253, de pers., D.8.66, Arist.Rh.1384b31
•sin la gloria divina οὐκ ἄδοξος Thdt.M.80.1624C.
2 que no da gloria, poco glorioso πόλεμος D.5.5, πρόφασις οὐκ ἄδοξος un pretexto honroso Plu.Pomp.70.
III 1inesperado S.Fr.71.
2 no plausible, improbable θέσις Arist.Top.159a39
•paradójico τὰ ἀδοξότατα λέγειν Arist.Top.159a19.
IV adv. ἀδόξως = con mala fama ζῆν ἀδόξως ἐν πλούτῳ Aesop.249, cf. Plu.Ages.24.
German (Pape)
[Seite 37] 1) ohne δόξα, unberühmt, Isocr. 9, 66 steht ὀνομαστοί entgegen; πρόφασις οὐκ ἄδ., ein ehrenwerther Vorwand, Plut. Pomp. 70, u. öfter. – 2) unvermuthet, Soph. frg. bei B. A. 344. – Adv., schimpflich, Plut. Ages. 24 'Thes. 34.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 sans gloire, obscur, vulgaire;
2 méprisé.
Étymologie: ἀ, δόξα.
Russian (Dvoretsky)
ἄδοξος:
1) неизвестный, незнатный Isocr.: ἐξ ἀδόξων ἔνιοι ἔνοδοξοι γίγνονται Dem. некоторые из неизвестных становятся знаменитыми;
2) бесславный, позорный (πόλεμος Dem.): πρόφασις οὐκ ἄδοξος Plut. благовидный предлог;
3) презираемый (εὐνοῦχοι, τέχνη Xen.);
4) невероятный, неправдоподобный (τὸ ἐρωτώμενον Arst.);
5) нежданный Soph.
Greek (Liddell-Scott)
ἄδοξος: -ον, ὁ ἄνευ δόξης, ἀφανής, ἄσημος· ― πόλεμοι, Δημ. 58. 6: = ἄτιμος, τέχνη, Ξεν. Συμπ. 4. 56. 2) ἐπὶ προσώπων, ἀφανής, ἄσημος, Ἰσοκρ. 286Α., ἀνώνυμοι καὶ ἄδ., Δημ. 106. 7, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 2. 6, 24· ἐπὶ εὐνούχων, καταπεφρονημένος, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 61. ― Ἐπίρρ. -ξως, Πλουτ. Θησ. 35. ΙΙ. = παράδοξος, ἀπροσδόκητος, Σοφ. Ἀποσπ. 71,. ἀπίθανος, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ ἔνδοξος, Ἀριστ. Τοπ. 8. 6, 1, κτλ.· τὰ ἀδοξότατα λέγειν, αὐτόθι 9. 4.
Greek Monotonic
ἄδοξος: -ον (δόξα), άσημος, ταπεινός, αυτός που έχει κακή φήμη, σε Ξεν., Δημ.· λέγεται για πρόσωπα, άσημος, ταπεινός, αυτός που δεν έχει ευγενική καταγωγή, σε Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. -ξως, σε Πλούτ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄδοξος, -ον)
αυτός που δεν έχει καλή δόξα, αναγνώριση και υπόληψη, αφανής, άσημος
αρχ.
1. πρόστυχος, αισχρός, ατιμωτικός
2. απίθανος, απροσδόκητος
3. (για τους ευνούχους) αξιοκαταφρόνητος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + δόξα.
ΠΑΡ. αρχ. ἀδοξία, ἀδοξῶ].
Middle Liddell
δόξα
inglorious, disreputable, Xen., Dem.: —of persons, obscure, ignoble, Xen., etc.:—adv. -ξως, Plut.