ἐπισχύω: Difference between revisions

From LSJ

μὴ πιστεύσητε τοῖς ἀμαθεστέροις ὑμῶν αὐτῶν → do not believe those who are more ignorant than you yourselves

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=rendre fort <i>ou</i> puissant.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἰσχύω]].
|btext=rendre fort <i>ou</i> puissant.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἰσχύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπισχύω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[делать сильным]], [[укреплять]] (τὴν πόλιν Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[становиться сильным]], [[укрепляться]] Diod.;<br /><b class="num">3)</b> [[настаивать]]: ἐπίσχυον λέγοντες NT они настойчиво утверждали.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπισχύω:''' μέλ. -ύσω [ῡ],<br /><b class="num">I.</b> κάνω [[κάτι]] ισχυρό, [[ενισχύω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[υπερισχύω]], [[επιμένω]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἐπισχύω:''' μέλ. -ύσω [ῡ],<br /><b class="num">I.</b> κάνω [[κάτι]] ισχυρό, [[ενισχύω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[υπερισχύω]], [[επιμένω]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπισχύω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[делать сильным]], [[укреплять]] (τὴν πόλιν Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[становиться сильным]], [[укрепляться]] Diod.;<br /><b class="num">3)</b> [[настаивать]]: ἐπίσχυον λέγοντες NT они настойчиво утверждали.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 19:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισχύω Medium diacritics: ἐπισχύω Low diacritics: επισχύω Capitals: ΕΠΙΣΧΥΩ
Transliteration A: epischýō Transliteration B: epischyō Transliteration C: epischyo Beta Code: e)pisxu/w

English (LSJ)

(ἰσχύς) A make strong or powerful, τὴν πόλιν X.Oec.11.13. II intr., to be or grow strong, Thphr.CP2.1.4; prevail, D.S. 5.59, Corn.ND7; to be urgent, ἐπίσχυον λέγοντες Ev.Luc.23.5; ὁ λόγος -ύσει πρὸς συμβουλίαν ἢ διδαχήν Vett.Val.48.6.

German (Pape)

[Seite 988] stark machen, verstärken, τὴν πόλιν, bejstehen, Xen. Oec. 11, 13; – intrans., stark werden, Theophr.; τῆς κατὰ τὸ πεπρωμένον ἀνάγκης ἐπισχυούσης D. Sic. 5, 59; drängen, N. T.

French (Bailly abrégé)

rendre fort ou puissant.
Étymologie: ἐπί, ἰσχύω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισχύω:
1) делать сильным, укреплять (τὴν πόλιν Xen.);
2) становиться сильным, укрепляться Diod.;
3) настаивать: ἐπίσχυον λέγοντες NT они настойчиво утверждали.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισχύω: καθιστῶ τι ἰσχυρόν, ἐνισχύω, τὴν πόλιν Ξεν. Οἰκ. 11, 13. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι ἢ γίνομαι ἰσχυρός, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 1, 4· ὑπερισχύω, Διόδ. 5. 59· ἐπιμένω, οἱ δὲ ἐπίσχυον λέγοντες Εὐαγγ. κ. Λουκ. κγ΄, 5.

English (Strong)

from ἐπί and ἰσχύω; to avail further, i.e. (figuratively) insist stoutly: be the more fierce.

English (Thayer)

(imperfect ἐπίσχυον);
1. transitive, to give additional strength; to make stronger (Xenophon, oec. 11,13).
2. intransitive, to receive greater strength, grow stronger (Diodorus): ἐπίσχυον λέγοντες, they were the more urgent saying, i. e. they alleged the more vehemently, Luke 23:5.

Greek Monolingual

ἐπισχύω) ισχύω
νεοελλ.
ναυτ. ενισχύω τα πλοία που καταδιώκουν τον εχθρό αποσπώντας μονάδες από την κύρια ναυτική δύναμη
αρχ.
1. ενισχύω, δίνω δύναμη («καὶ φίλους ἐπωφελεῖν καὶ πόλιν ἐπισχύειν», Ξεν.)
2. (αμτβ.) είμαι, γίνομαι ισχυρός, δυναμώνω («ῥιζωθέντα καὶ ἐπισχύσαντα», Θεόφρ.)
3. υπερισχύω («τῆς κατὰ τὸ πεπρωμένον ἀνάγκης ἐπισχυούσης», Διόδ. Σικ.)
4. επιμένω στον ισχυρισμό μου («οἱ δέ ἐπίσχυον λέγοντες», ΚΔ)
5. φρ. «ἐπισχύω πρός τι» — έχω δύναμη, επιρροή αναφορικά με κάτι, ενεργώ αποτελεσματικά.

Greek Monotonic

ἐπισχύω: μέλ. -ύσω [ῡ],
I. κάνω κάτι ισχυρό, ενισχύω, σε Ξεν.
II. αμτβ., υπερισχύω, επιμένω, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

fut. ύσω
I. to make strong or powerful, Xen.
II. intr. to prevail, be urgent, NTest.

Chinese

原文音譯:™piscÚw 誒披-士虛哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:(成為)在上-強而有力
字義溯源:更有力,急切,越發極力;由(ἐπί)*=在⋯上)與(ἰσχύω)=有力)組成;其中 (ἰσχύω)出自(ἰσχύς)=力量),而 (ἰσχύς)又出自(ἶρις)X*=力)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 越發極力的(1) 路23:5