εὐεξία: Difference between revisions

From LSJ

Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir

Menander, Monostichoi, 302
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 33: Line 33:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[good condition]], [[good state of health]], [[good state]], [[physical vigor]], [[physical vigour]], [[strength of body]]
|woodrun=[[good condition]], [[good state of health]], [[good state]], [[physical vigor]], [[physical vigour]], [[strength of body]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[καλή]] σωματική κατάσταση). Ἀπό τό [[εὖ]] + [[ἕξις]] τοῦ [[ἔχω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Revision as of 14:30, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐεξία Medium diacritics: εὐεξία Low diacritics: ευεξία Capitals: ΕΥΕΞΙΑ
Transliteration A: euexía Transliteration B: euexia Transliteration C: eveksia Beta Code: eu)eci/a

English (LSJ)

ἡ, (εὐέκτης) A good habit of body, good health, Hp.Aph.1.3 (pl.); εὐεξία σαρκός E.Fr.201; εὐεξία τῶν σωμάτων καὶ καχεξία Pl.Grg.450a, cf. Arist.EN1129a19, Top.105a31; εὐεξία πολιτική bodily vigour required of a citizen, Id.Pol.1335b6; ὑγίεια καὶ εὐεξία Pl.R.559a: pl., εὐεξίαι τῶν σωμάτων Id.Prt.354b, cf. Aeschin.1.189, Plb.1.57.1, v.l. in Isoc.4.1; περὶ εὐεξίας (opp. ὑγίεια, as temporary high condition to permanent health), title of work by Gal.4.750, 1.408, Thras.12; νικᾶν εὐεξίαν, εὐεξίᾳ, SIG1060 (iv/iii B.C.), 1061 (ii B.C.). II generally, vigour, good condition, ὑγίεια καὶ κάλλος καὶ εὐεξία ψυχῆς Pl.R.444d; τῆς πολιτείας Plb.20.4.1; φωνῆς Plu.2.804b, etc. 2 skill, ability, περὶ τὸ ἐπιτάδουμα SIG721.12 (Delos, ii B.C.); εὐ. ἐν τοῖς πολεμικοῖς Plb.3.6.12.

German (Pape)

[Seite 1064] ἡ, gute Beschaffenheit, Wohlbefinden, σώματος Plat. Prot. 354 b, καὶ ὑγίεια Rep. VIII, 559 a, vgl. εὐεκτικός; Aesch. 1, 189 τοὺς γυμναζομένους γιγνώσκομεν εἰς τὰς εὐεξίας αὐτῶν ἀποβλέποντες; im plur. auch Isocr. 4, 1; Arist. Eth. 5, 1 sagt εὐεξία sei πυκνότης σαρκός, so daß man immer an den gekräftigten u. geübten Körper denken muß; Kraft u. Gewandtheit bedeutet es bei Pol. 1, 57, 1. 60, 10; bei Plut. Mar. 13 vom Maulesel; ψυχῆς Plat. Rep. IV, 444 d; von der Staatsverfassung Xen. Lac. 8, 1; vgl. Pol. 20, 4, 1; Ggstz καχεξία, Plat. Gorg. 450 a.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bonne constitution.
Étymologie: εὖ, ἔχω.

Russian (Dvoretsky)

εὐεξία:хорошее состояние, сила, крепость, здоровье (τῶν σωμάτων Plat.; τῆς ψυχῆς Plat.; εὐ. καὶ καχεξία Plat., Arst.; εὐ. τῆς πολιτείας Xen. или πολιτική Arst.): φιονῆς εὐ. Plut. зычный голос; εὐ. ἐν τοῖς πολεμικοῖς Polyb. боеспособность.

Greek (Liddell-Scott)

εὐεξία: ἡ, (εὐέκτης) καλὴ κατάστασις τοῦ σώματος, καλὴ κατάστασις τῆς ὑγείας, ἐντελὴς ὑγεία, εὐρωστία, ἀντίθετον τῷ καχεξία, Ἱππ. Ἀφ. 1242· σαρκὸς Εὐρ. Ἀποσπ. 200· εὐεξία τῶν σωμάτων καὶ καχεξία Πλάτ. Γοργ. 450Α, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 5. 1, 5· εὐεξία καὶ ὑγίεια Πλάτ. Πολ. 559Α· ἐν τῷ πληθ., Ἰσοκρ. 41Α, Αἰσχίν. 26. 43· εὐεξίαι τῶν σωμάτων Πλάτ. Πρωτ. 354 Β. ΙΙ. καθόλου, ῥώμη, ἰσχύς, καλὴ κατάστασις, τῆς ψυχῆς ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 414D· τῆς πολιτείας Ξεν. Λακ. 8. 1· πολιτική Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 16, 12· φωνῆς Πλούτ. 2. 804Β, κτλ.· εὐ. ἐν τοῖς πολεμικοῖς, ἱκανότης, δεξιότης εἰς τὰ πολεμικά, Πολύβ. 3. 6, 12.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐεξία) ευεκτός
η καλή κατάσταση του σώματος, η καλή κατάσταση της υγείας («εὐεξία τῶν σωμάτων καὶ καχεξία», Πλάτ.)
νεοελλ.
η καλή οικονομική κατάσταση, η υλική ευημερία
αρχ.
η επιδεξιότητα, η ικανότηταεὐεξία ἐν τοῖς πολεμικοῖς», Πολ.).

Greek Monotonic

εὐεξία: ἡ (ἕξις), καλή κατάσταση του σώματος, καλή κατάσταση της υγείας, ευρωστία, σε Πλάτ.· γενικά, ρώμη, σφρίγος, θαλερότητα, στον ίδ.

Middle Liddell

εὐ-εξία, ἡ, ἕξις
a good habit of body, good state of health, high health, Plat.:—generally, vigour, Plat.

English (Woodhouse)

good condition, good state of health, good state, physical vigor, physical vigour, strength of body

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=καλή σωματική κατάσταση). Ἀπό τό εὖ + ἕξις τοῦ ἔχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.