καταπληκτικός: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγωhowever, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''καταπληκτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[внушающий страх]], [[наводящий ужас]] ([[προσβολή]], [[κραυγή]] Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[поразительный]] ([[διήγησις]] Polyb.; [[ὄψις]] Plut.).
|elrutext='''καταπληκτικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[внушающий страх]], [[наводящий ужас]] ([[προσβολή]], [[κραυγή]] Polyb.);<br /><b class="num">2</b> [[поразительный]] ([[διήγησις]] Polyb.; [[ὄψις]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:25, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπληκτικός Medium diacritics: καταπληκτικός Low diacritics: καταπληκτικός Capitals: ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kataplēktikós Transliteration B: kataplēktikos Transliteration C: katapliktikos Beta Code: kataplhktiko/s

English (LSJ)

ή, όν, striking, astonishing, εὐπρόσωπος καὶ κ. Macho ap.Ath.13.578c; εὐπρέπεια κ. Phld.Hom.p.58O.; terrible, προσβολαί Plb.3.13.6; πρόσοψις, διήγησις, κραυγή, Id.3.114.4, 4.28.6, 11.16.2; τὰ εἰς πόλεμον κ. D.S.2.16; but expressly opp. φοβερός in Muson.Fr.33p.122H. (nisi leg. καταλλακτικός). Adv. -κῶς Plb.3.41.3, D.S.3.35, etc.

German (Pape)

[Seite 1370] ή, όν, zum Niederschlagen, Erschrecken geeignet; προσβολή Pol. 3, 13, 6; κραυγή 11, 16, 2 u. öfter; in Furcht u. Staunen setzend, εὐπρόσωπος οὖσα καὶ καταπληκτική Macho bei Ath. XIII, 578 c; Bewunderung erregend, Pol. 4, 28, 6; ὄψις Plut. Lyc. 22 (vgl. φοβερός). – Adv., καταπληκτικῶς πολεμεῖν, λέγειν, Pol. 3, 41, 3. 4, 85, 2.

Russian (Dvoretsky)

καταπληκτικός:
1 внушающий страх, наводящий ужас (προσβολή, κραυγή Polyb.);
2 поразительный (διήγησις Polyb.; ὄψις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

καταπληκτικός: -ή, -όν, δυνάμενος νὰ καταπλήξῃ, φέρων κατάπληξιν, θαυμασμὸν, εὐπρόσωπος καὶ κ. Μάχων παρ’ Ἀθην. 578C· ἵνα μὴ μόνον εὐπαρακολούθητος, ἀλλὰ καὶ κ. γένηται ἡ διήγησις Πολύβ. 4. 28, 6, ὅπερ ἀλλαχοῦ, σαφῆ τὰ γεγονότα καὶ θαυμαστὰ λέγει 8. 4, 10· διὸ καὶ ὁ Μουσών. παρὰ Στοβ. Ἀνθολ. 326, 43 διαστέλλει τὸ καταπληκτικὸν τοῦ φοβεροῦ: πειρατέον καταπληκτικὸν μᾶλλον τοῖς ὑπηκόοις ἢ φοβερὸν θεωρεῖσθαι. 2) τρομερός, πρόσοψις, κραυγή, προσβολὴ Πολύβ. 3. 114, 4., 11. 16, 2., 3. 13, 6· τὰ εἰς πόλεμον κατ. Διόδ. 2, 16.― Ἐπίρρ., -κῶς, μετὰ καταπλήξεως, κ. πολεμεῖν Πολύβ. 3. 41, 3· κ. λέγειν 4. 85, 2, κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM καταπληκτικός, -ή, -όν) κατάπληκτος
1. αυτός που προξενεί κατάπληξη, εκπληκτικός, απίστευτος, αφάνταστος
2. τρομερός, φοβερός.
επίρρ...
καταπληκτικά και καταπληκτικώς (AM καταπληκτικώς)
νεοελλ.
με καταπληκτικό τρόπο, εκπληκτικά, αφάνταστα
μσν.-αρχ.
με κατάπληξη, με θαυμασμό.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταπληκτικός -ή -όν, adj. verb. van καταπλήσσω, afschrikwekkend:. ὥστε... καταπληκτικὴν τὴν ὄψιν εἶναι zodat de aanblik schrikwekkend was Plut. Lyc. 22.5; ὀγκώμενος μάλα τραχὺ καὶ καταπληκτικόν heel ruw en afschrikwekkend brullend Luc. 28.22.