κομήτης: Difference between revisions
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
(CSV import) |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κομήτης:''' ου adj.<br /><b class="num">1 | |elrutext='''κομήτης:''' ου adj.<br /><b class="num">1</b> [[с волосами на голове]] (φαλακροὶ καὶ κομήται Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[волосатый]], [[косматый]] (τὰ σκέλη Luc.);<br /><b class="num">3</b> [[носящий длинные волосы]], [[кудрявый]] Arph.;<br /><b class="num">4</b> [[оперенный]] ([[ἰός]] Soph.);<br /><b class="num">5</b> [[покрытый растительностью]], [[цветущий]] ([[λειμών]] Eur.);<br /><b class="num">6</b> [[обвитый]] ([[θύρσος]] κισσῷ κ. Eur.).<br />ου ὁ (sc. [[ἀστήρ]]) комета Arst. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 14:35, 25 November 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, (κομάω)
A wearing long hair, of the Persians, Orac. ap.Hdt.6.19; of dissolute men, Pherecr.14, Ar.Nu.348, 1101, etc.; ὁ ἐν Σάμῳ κομήτης, prov. variously expld., Duris 62 J., etc.; also, simply, with hair on the head, opp. φαλακρός, Pl.R.454c, cf. Grg.524c; κομήτης τὰ σκέλη Luc.Bacch.2.
2 metaph., κομήτης ἰός a feathered arrow, S.Tr. 567; κομήτης λειμών a grassy meadow, E.Hipp.210 (anap.); θύρσος κισσῷ κομήτης Id.Ba.1055.
II κομήτης, with or without ἀστήρ, ὁ, comet, Arist.Mete.343b5, Epicur.Ep.2p.52U., etc.
III = τιθύμαλλος χαρακίας, Dsc.4.164.1.
German (Pape)
[Seite 1477] ὁ, der Behaarte, langes Haar Tragende; Ar. Nubb. 348 Lys. 661; κομήτης τούτου καὶ ὁ νεκρός Plat. Gorg. 524 c. – Übertr., ἰὸς κομήτης, der befiederte Pfeil, Soph. Trach. 564; λειμών, die grasige Wiese (vgl. κόμη), Eur. Hipp. 210; θυρσὸς κισσῷ κομήτης Bacch. 1053. – Bes. sc. ἀστήρ, der Bartstern, Komet, Arist. Meteorl. 1, 6, Plut. Caes. 69 u. a. Sp. – S. auch nom. pr.
French (Bailly abrégé)
ου;
1 qui porte de longs cheveux;
2 couvert de poils;
3 garni de plumes;
4 couvert de feuilles ou de plantes.
Étymologie: κομάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κομήτης -ου [κομή] langharig, als ongunstig kenmerk:; ἢν μὲν ἴδωσι κομήτην ἄγριόν τινα als ze zo’n langharige wilde jongen zien Aristoph. Nub. 348; overdr. van pijlen gevederd:; κομήτης ἰός gevederde pijl Soph. Tr. 567; van weide hoogbegroeid:. ἔν τε κομήτῃ λειμῶνι in een grazige wei Eur. Hipp. 210. subst. komeet:. μέγας κομήτης ἐφάνη... ἐπὶ νύκτας ἑπτά een grote komeet was gedurende zeven nachten zichtbaar Plut. Caes. 69.4.
Russian (Dvoretsky)
κομήτης: ου adj.
1 с волосами на голове (φαλακροὶ καὶ κομήται Plat.);
2 волосатый, косматый (τὰ σκέλη Luc.);
3 носящий длинные волосы, кудрявый Arph.;
4 оперенный (ἰός Soph.);
5 покрытый растительностью, цветущий (λειμών Eur.);
6 обвитый (θύρσος κισσῷ κ. Eur.).
ου ὁ (sc. ἀστήρ) комета Arst.
Greek (Liddell-Scott)
κομήτης: -ου, ὁ, (κομάω) ὁ τρέφων μακρὰν κόμην, κομῶν, ἐπὶ τῶν Περσῶν, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 6. 19· ἐπὶ ἀκολάστων ἠθῶν ἀνθρώπων Ἀριστοφ. Νεφ. 348, 1101, κτλ. (ἴδε ἐν λ. κομάω)· ἀλλ’ ὡσαύτως ἁπλῶς, ὁ ἔχων τρίχας ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ φαλακρός, Πλάτ. Πολ. 454C, πρβλ. Γοργ. 542C· ὡσαύτως, κ. τὰ σκέλη Λουκ. Διόνυσ. 2. 2) μεταφ., ἰὸς κ., βέλος μετὰ πτερῶν, Σοφ. Τρ. 567· λειμὼν κ., λιβάδιον ποῶδες, μὲ πρασινάδα, Εὐρ. Ἱππ. 211· θύρσος κισσῷ κομήτης ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 1055. ΙΙ. κομήτης, μετὰ τοῦ ἀστὴρ ἢ ἄνευ αὐτοῦ, «κομήτης» ὡς καὶ νῦν, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6 κἑξ., κτλ.· πρβλ. κόμη ΙΙΙ.
Greek Monolingual
ο (Α κομήτης)
νεφελώδες ουράνιο σώμα με μικρή μάζα που κινείται γύρω από τον ήλιο διαγράφοντας πολύ ελλειπτική τροχιά
νεοελ. φρ. «έρχεται σαν κομήτης» ή «τον βλέπουμε σαν κόμήτη» — εμφανίζεται πολύ σπάνια και φεύγει γρήγορα
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει τρίχες στο κεφάλι του, σε αντιδιαστολή με τον φαλακρό
αρχ.
1. (για τους Πέρσες) αυτός που έχει μακριά μαλλιά
2. ακόλαστος άνθρωπος
3. φρ. α) «κομήτης ἰός» — βέλος με φτερά (Σοφ.)
β) «λειμών κομήτης» — λιβάδι με πρασινάδα (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμη + επίθημα -ήτης (πρβλ. λιμνήτης, πρυμνήτης). Η ονομ. προήλθε προφανώς από την ομοιότητα της ουράς του κομήτη με μαλλιά. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη μορφή cometa, cometes και στη συνέχεια η διεθνής ορολογία της αστρονομίας (πρβλ. αγγλ. comet)].
Greek Monotonic
κομήτης: -ου, ὁ (κομάω)·
I. 1. αυτός που έχει μακριά μαλλιά, μακρυμάλλης, παρά Ηρόδ., Αριστοφ.
2. μεταφ., ἰὸς κ., βέλος με φτερά, σε Σοφ.· λειμὼν κ., πράσινο λιβάδι, σε Ευρ.
II. ως ουσ., κομήτης, σε Αριστ.
Middle Liddell
κομήτης, ου, κομάω
I. wearing long hair, long-haired, ap. Hdt., Ar.
2. metaph., ἰὸς κ. a feathered arrow, Soph.; λειμὼν κ. a grassy meadow, Eur.
II. as substantive a comet, Arist.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=πού ἔχει μακριά μαλλιά). Ἀπό τό κομάω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.