μεσεύω: Difference between revisions
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μεσεύω:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''μεσεύω:'''<br /><b class="num">1</b> [[быть в середине]]: μ. μοναρχικῆς καὶ δημοκρατικῆς πολιτείας Plat. быть чем-то средним между монархическим и демократическим государственным строем; μ. κατὰ τοὺς τόπους Arst. занимать центральное положение;<br /><b class="num">2</b> [[соблюдать нейтралитет]] ([[οὐκέτι]] ἐμέσευον, ἀλλὰ συνεμάχουν τοῖς Λακεδαιμονίοις Xen.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 14:55, 25 November 2022
English (LSJ)
A keep the middle or mean between two, c. gen., Pl.Lg.756e; Πλάτων μεσεύων Πυθαγόρου καὶ Σωκράτους, τοῦ μὲν δημοτικώτερος τοῦ δὲ σεμνότερος ὤφθη Numen. ap. Eus.PE14.5. 2 abs., stand midway, μ. κατὰ τοὺς τόπους Arist.Pol.1327b29. b to be neutral, X. HG7.1.43, D.C.41.46.
German (Pape)
[Seite 137] in der Mitte sein, liegen, die Mitte halten; ἧς ἀεὶ δεῖ μεσεύειν τὴν πολιτείαν, Plat. Legg. VI, 756 e; Xen. Hell. 7, 1, 48; Arist. pol. 7, 7.
French (Bailly abrégé)
tenir le milieu de ou entre, gén..
Étymologie: μέσος.
Russian (Dvoretsky)
μεσεύω:
1 быть в середине: μ. μοναρχικῆς καὶ δημοκρατικῆς πολιτείας Plat. быть чем-то средним между монархическим и демократическим государственным строем; μ. κατὰ τοὺς τόπους Arst. занимать центральное положение;
2 соблюдать нейтралитет (οὐκέτι ἐμέσευον, ἀλλὰ συνεμάχουν τοῖς Λακεδαιμονίοις Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
μεσεύω: ὡς τὸ μεσόω, εἶμαι ἐν τῷ μέσῳ, κατέχω τὸ μέσον μεταξὺ δύο, μετὰ γεν., Πλάτ. Νόμ. 756Ε, Νουμήνιος παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 729Α. 2) ἀπολ., ἵσταμαι ἐν τῷ μέσῳ, μ. κατὰ τοὺς τόπους Ἀριστ. Πολιτ. 7. 7, 3· μένω οὐδέτερος, Ξεν. Ἑλλην. 7. 1, 43.
Greek Monolingual
μεσεύω (Α) μέσος
1. είμαι ή βρίσκομαι στο μέσο, κατέχω το μέσο μεταξύ δύο («ἡ μὲν αἵρεσις οὕτω γιγνομένη μέσον ἂν ἔχοι μοναρχικῆς καὶ δημοκρατικῆς πολιτείας, ἧς ἀεὶ δεῖ μεσεύειν τὴν πολιτείαν», Πλάτ.)
2. στέκομαι στη μέση («τὸ δὲ τῶν Ἑλλήνων γένος ὥσπερ μεσεύει κατὰ τοὺς τόπους», Αριστοτ.)
3. μένω ουδέτερος, δεν παίρνω το μέρος κανενός («ἐπεὶ δὲ κατελθόντες οὐκέτι ἐμέσευον, ἀλλὰ προθύμως συνεμάχουν τοῖς Λακεδαιμονίοις», Ξεν.).
Greek Monotonic
μεσεύω: όπως το μεσόω, βρίσκομαι στη μέση ή κρατώ μετριοπαθή στάση ανάμεσα σε δύο πλευρές, με γεν., σε Πλάτ.· απόλ., βρίσκομαι στη μέση, είμαι ουδέτερος, σε Ξεν.
Middle Liddell
μεσεύω,
to keep the middle or mean between two, c. gen., Plat.: absol. to stand mid-way, to be neutral, Xen. like μεσόω