μεγαλοψυχία: Difference between revisions
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> magnanimité;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> arrogance.<br />'''Étymologie:''' [[μεγαλόψυχος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[magnanimité]];<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> arrogance.<br />'''Étymologie:''' [[μεγαλόψυχος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:58, 28 November 2022
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, A greatness of soul, highmindedness, lordliness, Democr.46, Isoc.9.59, Arist.EN1107b22, 1123a34, Plb.10.40.6, etc.; μ. τῶν ἔργων D.23.205, cf. D.S.1.58; generosity, πρός τινας IG22.1326.25: pl., Plb.1.64.5. 2 in bad sense, arrogance, D.18.68, v.l. in Luc.Tim.28. 3 Quixotism, Pl.Alc.2.150c.
German (Pape)
[Seite 108] ἡ, Großmuth, Seelengröße, edle Gesinnung, Plat. Alc. II, 150 c, wobei μεγαλόψυχος zu vgl.; Arist. Eth. 4, 3, der sie 2, 7 der μικροψυχία u. der χαυνότης als die rechte Mitte entgegensetzt; vgl. S. Emp. adv. phys. 1, 161; bes. Freigebigkeit, Pol. 10, 40, 6 u. öfter; Luc. pro Imag. 9. Uebh. Großartigkeit, τῶν πεπραγμένων, D. Sic. 1, 58.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 magnanimité;
2 en mauv. part arrogance.
Étymologie: μεγαλόψυχος.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλοψῡχία: ἡ
1 душевное величие, возвышенный образ мыслей, благородство Arst.;
2 восторженность, пылкость Plat.;
3 величие, великолепие (τῶν πεπραγμένων Diod.);
4 великодушие, щедрость Polyb.;
5 высокомерие, надменность Dem.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλοψῡχία: ἡ, ἀρετὴ μεγάλων εὐεργετημάτων ποιητική, Ἰσοκρ. 201Α, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3· ὡσαύτως, παραπλησίως τῷ μεγαλοπρέπεια, Πολύβ. 10. 40, 6, κτλ. · μ. τῶν ἔργων Δημ. 689. 2, πρβλ. Διόδ. 1. 58. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὑπερηφανία, ὑπεροψία, Δημ. 247. 18· - παρὰ Πλάτ. ἐν Ἀλκ. 2. 150C, ὡς ἠπιωτέρα λέξις ἀντὶ τοῦ ἀφροσύνη, «δογκιχωτισμός».
Greek Monolingual
και μεγαλοψυχιά, η (ΑM μεγαλοψυχία, Α ιων. τ. μεγαλοψυχίη, Μ και μεγαλοψυχιά) μεγαλόψυχος
η ιδιότητα και το χαρακτηριστικό γνώρισμα του μεγαλόψυχου, μεγαλείο ψυχής, υψηλό φρόνημα, γενναιοφροσύνη
νεοελλ.
συνεκδ. καρτερικότητα, υπομονητικότητα
μσν.
γενναιότητα
αρχ.
1. μεγαλοπρέπεια, επιβλητικότητα
2. γενναιοδωρία
3. (με κακή σημ.) περηφάνια, έπαρση, υπεροψία
4. ψεύτικη επίδειξη ανδρείας, καυχησιολογία, ψευτοπαλικαρισμός («τῇ μὲν γὰρ Λακεδαιμονίων εὐχῇ διὰ τὴν μεγαλοψυχίαν», Πλάτ.).
Greek Monotonic
μεγᾰλοψῡχία: ἡ,
1. μεγαλείο ψυχής, μεγαλοψυχία, σε Αριστ.· με αρνητική σημασία, αλαζονεία, σε Δημ.
2. λέγεται για πράγματα, μεγαλοπρέπεια, στον ίδ.
Middle Liddell
μεγᾰλοψῡχία, ἡ,
1. greatness of soul, magnanimity, Arist.:—in bad sense, arrogance, Dem.
2. of things, magnificence, Dem. [from μεγᾰλόψῡχος]