ἄγραυλος: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄγραυλος''': -ον, ([[ἀγρός]], αὐλὴ) ὁ μένων ἐν τοῖς ἀγροῖς, διάγων ἐκτὸς τῆς οἰκίας, ἐπὶ ποιμένων, Ἰλ. Σ. 162, Ἡσ. Θ. 26, Ἀπολλ. Ρόδ. 4, 317· οὕτω καὶ ἐπίθ. τοῦ Πανός, Ἀνθ. Π. 6. 179· [[ἀλλά]], ἄγρ. [[ἀνήρ]], [[ἄγροικος]], αὐτ. 11. 60. 2) σύνηθες ἐπίθετον τῶν βοῶν, βοὸς ἀγραύλοιο, Ἰλ. Κ. 155, Ρ. 251, Ὀδ. Μ. 253· θήρ, Σοφ. Ἀντ. 349 (λυρ.), Εὐρ. Βάκχ. 1187 κτλ. 3) ἐπὶ πραγμάτων, τὸ ἀνῆκον εἰς τὸν ἀγρόν, ἀγροτικόν, πύλαι, ὁ αὐτ. Ἠλ. 342.
|lstext='''ἄγραυλος''': -ον, ([[ἀγρός]], [[αὐλὴ]]) ὁ μένων ἐν τοῖς ἀγροῖς, διάγων ἐκτὸς τῆς οἰκίας, ἐπὶ ποιμένων, Ἰλ. Σ. 162, Ἡσ. Θ. 26, Ἀπολλ. Ρόδ. 4, 317· οὕτω καὶ ἐπίθ. τοῦ Πανός, Ἀνθ. Π. 6. 179· [[ἀλλά]], ἄγρ. [[ἀνήρ]], [[ἄγροικος]], αὐτ. 11. 60. 2) σύνηθες ἐπίθετον τῶν βοῶν, βοὸς ἀγραύλοιο, Ἰλ. Κ. 155, Ρ. 251, Ὀδ. Μ. 253· θήρ, Σοφ. Ἀντ. 349 (λυρ.), Εὐρ. Βάκχ. 1187 κτλ. 3) ἐπὶ πραγμάτων, τὸ ἀνῆκον εἰς τὸν ἀγρόν, ἀγροτικόν, πύλαι, ὁ αὐτ. Ἠλ. 342.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 12:53, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄγραυλος Medium diacritics: ἄγραυλος Low diacritics: άγραυλος Capitals: ΑΓΡΑΥΛΟΣ
Transliteration A: ágraulos Transliteration B: agraulos Transliteration C: agravlos Beta Code: a)/graulos

English (LSJ)

ον, (ἀγρός, αὐλή) A dwelling in the field, of shepherds, Il.18.162, Hes.Th.26, A.R.4.317, Megasth.40; epithet of Pan, AP6.179 (Arch.); ἄ. ἀνήρ a boor, ib. 11.60 (Paul. Sil.). 2 of oxen, βοὸς ἀγραύλοιο Il.10.155, Od.12.253; θήρ S.Ant.349 (lyr.), E.Ba.1188 (lyr.), etc. 3 of things, rustic, πύλαι Id.El.342.

Spanish (DGE)

-ον
1 de anim. que vive en el campo, que viveal aire libre gener. de bovinos campestre, campero βοῦς Il.10.155, 17.521, 23.780, 24.81, Od.12.253, h.Merc.262, 272, πόριες Od.10.410, por sinéc. ἄγραυλα κέρατα E.Io 882, cf. ἄγραυλα γένη dud. en S.Fr.1133.45.3 (ap. crít.)
montaraz, salvaje θήρ S.Ant.349, E.Ba.1188.
2 de pers. que vive en el campo, que vive al aire libre, rústico ποιμένες Il.18.162, Hes.Th.26, cf. A.Fr.25e.8, h.Merc.286, A.R.4.317, κυνηγητῆρες Man.4.337, de Pan AP 6.179 (Arch.)
c. sent. peyor. ἄ. ἀνήρ = hombre rústico, patán, AP 11.60 (Paul.Sil.)
subst. οἱ ἄ. pastores Nic.Th.473.
3 de cosas rústico πύλαι E.El.342, δέπας Nonn.D.15.18, ἀοιδή Nonn.D.47.105.

German (Pape)

[Seite 22] H. h. Merc. 412 findet sich als v.l. auch ἀγραύλη (αὐλή), auf dem Felde, im Freien wohnend, hausend. Hom. öfter βοὸς ἀγραύλοιο, z. B. Iliad. 10, 155; ἄγραυλοι πόριες Odyss. 10, 410; ποιμένες ἄγραυλοι Iliad. 18, 162; wie μηλοβοτῆρες H. Merc. 286; θήρ Soph. Ant. 348 u. Sp. Auch von Sachen, ländlich, Eur. El. 342.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui demeure, qui passe la nuit aux champs.
Étymologie: ἀγρός, αὐλή.

Russian (Dvoretsky)

ἄγραυλος:
1 живущий в поле, ночующий под открытым небом (βοῦς, ποιμένες Hom.; μηλοβοτῆρες HH; θήρ Soph.; Πάν Anth.);
2 деревенский, сельский: ἄγραυλοι πύλαι Eur. деревенский дом; ἄ. ἀνήρ Anth. поселянин.

Greek (Liddell-Scott)

ἄγραυλος: -ον, (ἀγρός, αὐλὴ) ὁ μένων ἐν τοῖς ἀγροῖς, διάγων ἐκτὸς τῆς οἰκίας, ἐπὶ ποιμένων, Ἰλ. Σ. 162, Ἡσ. Θ. 26, Ἀπολλ. Ρόδ. 4, 317· οὕτω καὶ ἐπίθ. τοῦ Πανός, Ἀνθ. Π. 6. 179· ἀλλά, ἄγρ. ἀνήρ, ἄγροικος, αὐτ. 11. 60. 2) σύνηθες ἐπίθετον τῶν βοῶν, βοὸς ἀγραύλοιο, Ἰλ. Κ. 155, Ρ. 251, Ὀδ. Μ. 253· θήρ, Σοφ. Ἀντ. 349 (λυρ.), Εὐρ. Βάκχ. 1187 κτλ. 3) ἐπὶ πραγμάτων, τὸ ἀνῆκον εἰς τὸν ἀγρόν, ἀγροτικόν, πύλαι, ὁ αὐτ. Ἠλ. 342.

English (Autenrieth)

(ἀγρός, αὐλή): lying in the field (passing the night out-doors), βοῦς, πόριες, ποιμένες.

Greek Monotonic

ἄγραυλος: -ον (ἀγρός, αὐλή),
1. αυτός που διαμένει στους αγρούς, λέγεται για τους βοσκούς, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· ἄγραυλος ἀνήρ, αγροίκος, σε Ανθ.
2. λέγεται για τα βόδια, σε Όμηρ. κ.λπ.
3. επίσης λέγεται για πράγματα, αγροτικός, εξοχικός, χωριάτικος, σε Ευρ.

Middle Liddell

ἀγρός αὐλή
1. dwelling in the field, of shepherds, Il., Hes.; ἄγρ. ἀνήρ a boor, Anth.
2. of oxen, Hom., etc.
3. of things, rural, rustic, Eur.

English (Woodhouse)

rural, rustic

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού μένει στούς ἀγρούς). Σύνθετη λέξη → ἀγρός+αὐλή. Παράγ. ἀπό ἴδια ρίζα: ἀγραυλέω (=ζῶ στούς ἀγρούς), ἀγραυλία (=ἡ κατάσταση τοῦ ἄγραυλου). Ἡ Ἄγραυλος ἤ Ἄγλαυρος ἦταν κόρη τοῦ Ἀκταίου, τοῦ πρώτου βασιλιά τῆς Ἀττικῆς καί γυναίκα τοῦ Κέκροπα. Ἀπόχτησε μαζί του τόν Ἐρυσίχθονα καί κόρες τήν Ἄγλαυρο, Ἔρση καί Πάνδροσο.