ἀνεπιτήδειος: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. [[ἀνεπιτήδεος]] Hdt.1.175<br /><b class="num">• Morfología:</b> [fem. -α <i>Gp</i>.5.26.3, 12.3.5]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[inadecuado para]] c. inf. o πρός y ac., de pers. βουλεύειν Lys.31.2<br /><b class="num">•</b>de abstr. y cosas λόγον οὐκ ἀνεπιτήδειον ... πρὸς ὃ βουλόμεθα Pl.<i>Sph</i>.219a, πρὸς τὸ διαπονεῖν οὐκ ἀνεπιτηδειότερον Pl.<i>Lg</i>.813b, πρὸς καλλιοινίαν <i>Gp</i>.5.26.3.<br /><b class="num">2</b> abs. de pers. [[incapaz]], [[inútil]], [[inexperto]] en cosas del mar, X.<i>HG</i> 1.6.4, cf. <i>PSI</i> 234.15 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>de cosas y abstr. [[impropio]], [[inadecuado]] de alimentos, Hp.<i>VM</i> 14, 20, ἢν ... πίωσι πτισάνης ἀνεπιτηδειότερον Hp.<i>Acut</i>.17, λόγος Pl.<i>Ti</i>.20d, (ἔριον) φαῦλον καὶ ἀνεπιτήδειον (lana) de mala calidad e inservible</i> Arist.<i>Pol</i>.1258<sup>a</sup>27, λόγους ἀνεπιτηδείους ... πλάττοντες Plu.2.151f, γῆ <i>Gp</i>.12.3.5, βιβλιοθήκη <i>PFam.Teb</i>.15.115 (II d.C.), τόποι <i>PFam.Teb</i>.15.68 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>neutr. τι ἀνεπιτήδειον ποιεῖν [[hacer alguna inconveniencia]], [[obrar mal]] ὥστε μηδὲν ποιεῖν ἀνεπιτήδειον Democr.B 264, πράσσειν Th.3.71, λέγειν Isoc.12.22, ἀκοῦσαί τι ἀνεπιτήδειον D.48.8<br /><b class="num">•</b>τι ... ἀνεπιτήδεον ἔσεσθαι suceder algún infortunio</i> Hdt.1.175, οὐκ ἀνεπιτήδειον ἡγησάμην διελθεῖν I.<i>AI</i> 12.58.<br /><b class="num">II</b> de pers. [[enemigo]], [[desafecto]] c. dat. o gen. τοῖς ἐπιτηδείοις ἀνεπιτήδειοι falsos amigos para los amigos</i> Lys.8.1, abs. Ἀθηναῖοι X.<i>HG</i> 7.4.6, οἱ ἀνεπιτήδειοι οἰκετῶν Plb.31.14.2<br /><b class="num">•</b>[[oponente político]] ἄλλους τινὰς ἀνεπιτηδείους ... ἀνήλωσαν Th.8.65<br /><b class="num">•</b>de cosas [[hostil]] στῆλαι σαι (<i>sic</i>) Ἀθήνησι ἀνεπιτήδεωι <i>IG</i> 2<sup>2</sup>43A.34 (IV a.C.)<br /><b class="num">•</b>de augurios [[contrario]] X.<i>HG</i> 1.4.12.<br /><b class="num">III</b> adv. [[ἀνεπιτηδείως]]: [[ἀνεπιτηδείως πράττειν]] = [[estar en dificultades]], [[estar en mala situación]] Lys.31.5, cf. τῶν ἀ. ἐχόντων Plu.2.819a.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. [[ἀνεπιτήδεος]] Hdt.1.175<br /><b class="num">• Morfología:</b> [fem. -α <i>Gp</i>.5.26.3, 12.3.5]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[inadecuado para]] c. inf. o πρός y ac., de pers. βουλεύειν Lys.31.2<br /><b class="num">•</b>de abstr. y cosas λόγον οὐκ ἀνεπιτήδειον ... πρὸς ὃ βουλόμεθα Pl.<i>Sph</i>.219a, πρὸς τὸ [[διαπονεῖν]] οὐκ ἀνεπιτηδειότερον Pl.<i>Lg</i>.813b, πρὸς καλλιοινίαν <i>Gp</i>.5.26.3.<br /><b class="num">2</b> abs. de pers. [[incapaz]], [[inútil]], [[inexperto]] en cosas del mar, X.<i>HG</i> 1.6.4, cf. <i>PSI</i> 234.15 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>de cosas y abstr. [[impropio]], [[inadecuado]] de alimentos, Hp.<i>VM</i> 14, 20, ἢν ... πίωσι πτισάνης ἀνεπιτηδειότερον Hp.<i>Acut</i>.17, [[λόγος]] Pl.<i>Ti</i>.20d, (ἔριον) φαῦλον καὶ ἀνεπιτήδειον (lana) de mala calidad e inservible</i> Arist.<i>Pol</i>.1258<sup>a</sup>27, λόγους ἀνεπιτηδείους ... πλάττοντες Plu.2.151f, γῆ <i>Gp</i>.12.3.5, βιβλιοθήκη <i>PFam.Teb</i>.15.115 (II d.C.), τόποι <i>PFam.Teb</i>.15.68 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>neutr. [[τι ἀνεπιτήδειον ποιεῖν]] = [[hacer alguna inconveniencia]], [[obrar mal]] ὥστε μηδὲν ποιεῖν ἀνεπιτήδειον Democr.B 264, πράσσειν Th.3.71, λέγειν Isoc.12.22, ἀκοῦσαί τι ἀνεπιτήδειον D.48.8<br /><b class="num">•</b>τι ... ἀνεπιτήδεον ἔσεσθαι suceder algún [[infortunio]]</i> Hdt.1.175, οὐκ ἀνεπιτήδειον ἡγησάμην διελθεῖν I.<i>AI</i> 12.58.<br /><b class="num">II</b> de pers. [[enemigo]], [[desafecto]] c. dat. o gen. τοῖς ἐπιτηδείοις ἀνεπιτήδειοι falsos amigos para los amigos</i> Lys.8.1, abs. Ἀθηναῖοι X.<i>HG</i> 7.4.6, οἱ ἀνεπιτήδειοι οἰκετῶν Plb.31.14.2<br /><b class="num">•</b>[[oponente político]] ἄλλους τινὰς ἀνεπιτηδείους ... ἀνήλωσαν Th.8.65<br /><b class="num">•</b>de cosas [[hostil]] στῆλαι ὀσαι (<i>sic</i>) Ἀθήνησι ἀνεπιτήδεωι <i>IG</i> 2<sup>2</sup>43A.34 (IV a.C.)<br /><b class="num">•</b>de augurios [[contrario]] X.<i>HG</i> 1.4.12.<br /><b class="num">III</b> adv. [[ἀνεπιτηδείως]]: [[ἀνεπιτηδείως πράττειν]] = [[estar en dificultades]], [[estar en mala situación]] Lys.31.5, cf. τῶν ἀ. ἐχόντων Plu.2.819a.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:02, 12 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπιτήδειος Medium diacritics: ἀνεπιτήδειος Low diacritics: ανεπιτήδειος Capitals: ΑΝΕΠΙΤΗΔΕΙΟΣ
Transliteration A: anepitḗdeios Transliteration B: anepitēdeios Transliteration C: anepitideios Beta Code: a)nepith/deios

English (LSJ)

ον (α, ον Gp.5.26.3), Ion. ἀνεπιτήδεος, η, ον:—
A unserviceable, unfit, of persons and things, X.HG.6.4, etc.; πρός τι Pl.Sph.219a; in a positively bad sense, mischievous, prejudicial, Hdt.1.175, Th.3.71; γνῶναί τι ἀ. περί τινος And.2.28; of bad omens, X.HG1.4.12; of food, Hp.Acut.17 (Comp.), VM20: c. inf., unfitted to .., Lys.31.2. Adv. ἀνεπιτηδείως = unsuitably, inappropriately, ἀνεπιτηδείως πράττειν = fare ill, opp. εὖ πράττειν = fare well, ib.5; ἀνεπιτηδείως ἔχειν Plu.2.819a: Comp. ἀνεπιτηδειότερον Pl.Lg.813b.
2 unkind, unfriendly, X.HG7.4.6; ἄλλους τινὰς ἀ. ἀνήλωσαν, i.e. political opponents, Th.8.65; στῆλαι ἀ. IG22.43A34.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): jón. ἀνεπιτήδεος Hdt.1.175
• Morfología: [fem. -α Gp.5.26.3, 12.3.5]
I 1inadecuado para c. inf. o πρός y ac., de pers. βουλεύειν Lys.31.2
de abstr. y cosas λόγον οὐκ ἀνεπιτήδειον ... πρὸς ὃ βουλόμεθα Pl.Sph.219a, πρὸς τὸ διαπονεῖν οὐκ ἀνεπιτηδειότερον Pl.Lg.813b, πρὸς καλλιοινίαν Gp.5.26.3.
2 abs. de pers. incapaz, inútil, inexperto en cosas del mar, X.HG 1.6.4, cf. PSI 234.15 (II d.C.)
de cosas y abstr. impropio, inadecuado de alimentos, Hp.VM 14, 20, ἢν ... πίωσι πτισάνης ἀνεπιτηδειότερον Hp.Acut.17, λόγος Pl.Ti.20d, (ἔριον) φαῦλον καὶ ἀνεπιτήδειον (lana) de mala calidad e inservible Arist.Pol.1258a27, λόγους ἀνεπιτηδείους ... πλάττοντες Plu.2.151f, γῆ Gp.12.3.5, βιβλιοθήκη PFam.Teb.15.115 (II d.C.), τόποι PFam.Teb.15.68 (II d.C.)
neutr. τι ἀνεπιτήδειον ποιεῖν = hacer alguna inconveniencia, obrar mal ὥστε μηδὲν ποιεῖν ἀνεπιτήδειον Democr.B 264, πράσσειν Th.3.71, λέγειν Isoc.12.22, ἀκοῦσαί τι ἀνεπιτήδειον D.48.8
τι ... ἀνεπιτήδεον ἔσεσθαι suceder algún infortunio Hdt.1.175, οὐκ ἀνεπιτήδειον ἡγησάμην διελθεῖν I.AI 12.58.
II de pers. enemigo, desafecto c. dat. o gen. τοῖς ἐπιτηδείοις ἀνεπιτήδειοι falsos amigos para los amigos Lys.8.1, abs. Ἀθηναῖοι X.HG 7.4.6, οἱ ἀνεπιτήδειοι οἰκετῶν Plb.31.14.2
oponente político ἄλλους τινὰς ἀνεπιτηδείους ... ἀνήλωσαν Th.8.65
de cosas hostil στῆλαι ὀσαι (sic) Ἀθήνησι ἀνεπιτήδεωι IG 2243A.34 (IV a.C.)
de augurios contrario X.HG 1.4.12.
III adv. ἀνεπιτηδείως: ἀνεπιτηδείως πράττειν = estar en dificultades, estar en mala situación Lys.31.5, cf. τῶν ἀ. ἐχόντων Plu.2.819a.

German (Pape)

[Seite 225] ion. ἀνεπιτήδεος (Geop. auch 3 E.), ungeschickt, unpassend, unanwendbar, βουλεύειν Lys. 31. 1; πρός τι Plat. Soph. 219 a; ἀρχαί Legg. VI, 751 b; ναύαρχοι Xen. Hell. 1, 6, 4; widerwärtig, Her. 1, 175; vgl. Xen. Hell. 1, 4, 5; von widriger Vorbedeutung, widerstrebend, feindlich, 7, 4, 6; Andoc. 2 z. E.; Lys. 8, 1. – Adv. compar., ἀνεπιτηδειότερον, Plat. Legg. VII, 813 a.

French (Bailly abrégé)

ος ou α, ον :
I. qui n'est propre à rien;
II. contraire, fâcheux :
1 en gén.
2 particul. de mauvais augure pour, τινι;
3 malveillant, hostile.
Étymologie: , ἐπιτήδειος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεπιτήδειος: 2, ион. ἀνεπιτήδεος 3
1 неподходящий, непригодный, неспособный (πρός τι Xen., Plat.): ἀ. βουλεύειν Lys. неподходящий в качестве члена государственного совета;
2 неблагоприятный, дурной (ἀνεπιτήδειόν τι Her., Thuc.);
3 неприязненный, враждебный (λόγοι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπιτήδειος: -ον, (α, ον, Γεωπ. 5. 26, 3), Ἰων. εος, η, ον: - ἀκατάλληλος, ἄχρηστος, ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμ., Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 4, Πλάτ., κτλ.· πρός τι Πλάτ. Σοφ. 219Α· καὶ ἐπὶ θετικῆς κακῆς σημασίας, ἐπιβλαβής, βλαβερός, Ἡρόδ. 1. 175, Θουκ. 3. 71· γνῶναί τι ἀν. περί τινος Ἀνδοκ. 23. 15· ἐπὶ κακῶν οἰωνῶν, Ξεν. Ἑλλ. 1. 4, 12· ἀνεπ. τινι, ἐπὶ τροφῆς, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 386, π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17: μετ’ ἀπαρ. ἀκατάλληλος εἰς ..., ἀνεπιτήδειος, Λυσ. 186. 44: - Ἐπιρρ., ἀνεπιτηδείως πράττειν, οὐχὶ προσηκόντως, δηλ. κακῶς, Λυσ. 187. 14. - Συγκρ. -ότερον Πλάτ. Νόμ. 813Β. 2) δυσμενής, οὐχὶ φιλικός, τραχύς, Ἀνδοκ. 23. 15, Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 6· ἄλλους τινὰς ἀνεπιτηδείους ... ἀνήλωσαν, ἄλλους ἐχθρούς, ὅ ἐ. πολιτικοὺς ἀντιπάλους, Θουκ. 8. 65.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἀνεπιτήδειος, -ον)
ακατάλληλος
νεοελλ.
αδέξιος, ανίκανος
αρχ.
1. επιβλαβής
2. μη ευνοϊκός, εχθρικός
3. δυσμενής, δυσοίωνος
4. ως ουσ. εχθρός, πολιτικός αντίπαλος
5. επίρρ. ἀνεπιτηδείως πράττω
είμαι δυστυχισμένος, δυστυχώ.

Greek Monotonic

ἀνεπιτήδειος: -ον, Ιων. -επιτήδειος, , -ον,
1. ακατάλληλος, άχρηστος, σε Ξεν., Πλάτ. κ.λπ.· επιβλαβής, φθονερός, βλαβερός, σε Ηρόδ., Θουκ.
2. αγενής, μη φιλικός, σε Θουκ., Ξεν.

Middle Liddell


1. unserviceable, unfit, Xen., Plat., etc.:— mischievous, prejudicial, hurtful, Hdt., Thuc.
2. unkind, unfriendly, Thuc., Xen.

English (Woodhouse)

harmful, mischievous, unsuitable

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)