ἀριφραδής: Difference between revisions

From LSJ

ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=arifradis
|Transliteration C=arifradis
|Beta Code=a)rifradh/s
|Beta Code=a)rifradh/s
|Definition=[<b class="b3">ᾰρ], ές,</b> (φράζομαι) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[clear]], [[manifest]], σῆμα <span class="bibl">Il.23.326</span>; <b class="b3">ὀστέα . . ἀριφραδέα τέτυκται</b> ib.<span class="bibl">240</span>: so poet.Adv.<b class="b3">-δέως</b> [[plainly]], ἀ. ἀγορεύει <span class="bibl">Theoc.25.176</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[clear to the sight]], [[bright]], <span class="bibl">Id.24.39</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[very thoughtful]], [[wise]], <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>347</span> (as cited by <span class="bibl">Eust.135.25</span>).</span>
|Definition=[ᾰρ], ἀριφραδές, ([[φράζομαι]])<br><span class="bld">A</span> [[clear]], [[manifest]], [[σῆμα]] Il.23.326; <b class="b3">ὀστέα . . ἀριφραδέα τέτυκται</b> ib.240: so poet. Adv. [[ἀριφραδέως]] = [[plainly]], ἀριφραδέως ἀγορεύει Theoc.25.176.<br><span class="bld">2</span> [[clear to the sight]], [[bright]], Id.24.39.<br><span class="bld">II</span> [[very thoughtful]], [[wise]], S.''Ant.''347 (as cited by Eust.135.25).
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0353.png Seite 353]] ές (φράζομαι), 1) sehr deutlich, [[σῆμα]] Iliad. 23, 326 Od. 11, 126. 21, 217. 23, 73. 273. 24. 329; ἐπεὶ [[ἤδη]] σήματ' ἀριφραδέα κατέλεξας εὐνῆς, [[varia lectio|v.l.]] ἀριφραδέως, Od. 23, 225; ὀστέα Πατρὁκλοιο λέγωμεν, εὖ διαγιγνώσκοντες. ἀριφραδέα δὲ τέτυκται· ἐν μέσσῃ γὰρ ἔκειτο πυρῇ Iliad. 23, 240, – 2) τοῖχοι, sehr erhellt, Theocr. 24, 39. – 3) [[ἀνήρ]]. Soph. Ant. 347, leicht erkennend, klug.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0353.png Seite 353]] ές (φράζομαι), 1) sehr deutlich, [[σῆμα]] Iliad. 23, 326 Od. 11, 126. 21, 217. 23, 73. 273. 24. 329; ἐπεὶ [[ἤδη]] σήματ' ἀριφραδέα κατέλεξας εὐνῆς, [[varia lectio|v.l.]] ἀριφραδέως, Od. 23, 225; ὀστέα Πατρὁκλοιο λέγωμεν, εὖ διαγιγνώσκοντες. ἀριφραδέα δὲ τέτυκται· ἐν μέσσῃ γὰρ ἔκειτο πυρῇ Iliad. 23, 240, – 2) τοῖχοι, sehr erhellt, Theocr. 24, 39. – 3) [[ἀνήρ]]. Soph. Ant. 347, leicht erkennend, klug.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 19:08, 3 March 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀριφρᾰδής Medium diacritics: ἀριφραδής Low diacritics: αριφραδής Capitals: ΑΡΙΦΡΑΔΗΣ
Transliteration A: ariphradḗs Transliteration B: ariphradēs Transliteration C: arifradis Beta Code: a)rifradh/s

English (LSJ)

[ᾰρ], ἀριφραδές, (φράζομαι)
A clear, manifest, σῆμα Il.23.326; ὀστέα . . ἀριφραδέα τέτυκται ib.240: so poet. Adv. ἀριφραδέως = plainly, ἀριφραδέως ἀγορεύει Theoc.25.176.
2 clear to the sight, bright, Id.24.39.
II very thoughtful, wise, S.Ant.347 (as cited by Eust.135.25).

Spanish (DGE)

(ἀριφρᾰδής) -ές
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1bien visible σῆμα Il.23.326, Od.11.126, Arcesil.SHell.122.5, Orac.Sib.3.796, plu., Od.23.225, ὀστέα Πατρόκλοιο ... ἀριφραδέα ... τέτυκται los huesos de Patroclo ... fáciles de reconocer ... han quedado, Il.23.240, ἀριφραδέες τελέθουσιν γνώσασθαι κύκλοι fáciles de reconocer resultan las órbitas Man.2.50.
2 brillante τοῖχοι ... ἀριφραδέες καθαρᾶς ἅπερ ἠριγενείας Theoc.24.39.
3 fig. preclaro πραπίδες ... ἀριφραδέες Man.3.113, ἀριφραδέες ἄνακτες Nonn.D.3.224
sabio, prudente ἀνήρ S.Ant.347 (var.).
II adv. -έως claramente ἀ. ἀγορεύει Theoc.25.175, εἴπατ' ἀ. A.R.3.315, ἀ. καταλέξαι Maiist.50, cf. Q.S.2.43, 3.724.

German (Pape)

[Seite 353] ές (φράζομαι), 1) sehr deutlich, σῆμα Iliad. 23, 326 Od. 11, 126. 21, 217. 23, 73. 273. 24. 329; ἐπεὶ ἤδη σήματ' ἀριφραδέα κατέλεξας εὐνῆς, v.l. ἀριφραδέως, Od. 23, 225; ὀστέα Πατρὁκλοιο λέγωμεν, εὖ διαγιγνώσκοντες. ἀριφραδέα δὲ τέτυκται· ἐν μέσσῃ γὰρ ἔκειτο πυρῇ Iliad. 23, 240, – 2) τοῖχοι, sehr erhellt, Theocr. 24, 39. – 3) ἀνήρ. Soph. Ant. 347, leicht erkennend, klug.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 facile à reconnaître;
2 fig. clairvoyant, sensé.
Étymologie: ἀρι-, φράζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀριφρᾰδής:
1 хорошо заметный, явственный, легко распознаваемый (σῆμα Hom.);
2 ярко освещенный (τοῖχοι Theocr.);
3 просвещенный, разумный (ἀνήρ Soph. - v.l. к περιφραδής).

Greek (Liddell-Scott)

ἀριφρᾰδής: -ές, (φράζομαι) λίαν σαφής, κατάδηλος, εὔγνωστος, εὐδιάκριτος, ὡς τὸ ἀρίγνωστος, ἀρίζηλος, σῆμα δέ τοι ἐρέω μάλ’ ἀριφραδές, οὐδέ σε λήσει Ἰλ. Ψ. 326· ὀστέα... ἀριφραδέα τέτυκται Ἰλ. Ψ. 240· οὕτω ποιητ. ἐπίρρ. -δέως, σαφῶς, ἀρ. ἀγορεύει Θεόκρ. 25. 176. 2) φανερὸς εἰς τὴν ὅρασιν, λαμπρός, φωτεινός, Θεόκρ. 24. 39. ΙΙ. λίαν συνετός, σοφός, Σοφ. Ἀντ. 347 (ὡς ἐν Εὐστ. 135. 25).

English (Autenrieth)

ές (φράζομαι): very plain, easy to note or recognize; σῆμα, ὀστέα, Il. 23.240; adv., ἀριφραδέως. v.l. in Od. 23.225.

Greek Monolingual

ἀριφραδής (-οῦς), -ές (Α)
Ι. 1. ο ολοφάνερος, ο ευδιάκριτος
2. ο φωτεινός
3. ο πολύ συνετός, ο σοφός
II. επίρρ. ἀριφραδέως
σαφέστατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρι- + -φραδής < φράζω «κάνω φανερό, δηλώνω»].

Greek Monotonic

ἀριφρᾰδής: -ές (φράζομαι)·
I. αυτός που γίνεται εύκολα γνωστός, πολύ φανερός, κατάδηλος, ευδιάκριτος, σε Ομήρ. Ιλ.· ποιητ. επίρρ. -δέως, σαφώς, σε Θεόκρ.
II. πολύ σκεπτικός, συνετός, σοφός, σε Σοφ.

Middle Liddell

[φράζομαι]
I. easy to be known, very distinct, manifest, Il.: poet. adv. -δέως, plainly, Theocr.
II. very thoughtful, wise, Soph.