ὑψίκομπος: Difference between revisions

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />[[κομπορρήμων]], [[αλαζόνας]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑψικόμπως</i> Α<br />με [[κομπορρημοσύνη]], αλαζονικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> [[κόμπος]] «[[κομπασμός]]» (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>κομπος</i>)].
|mltxt=-ον, Μ<br />[[κομπορρήμων]], [[αλαζόνας]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑψικόμπως</i> Α<br />με [[κομπορρημοσύνη]], αλαζονικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> [[κόμπος]] «[[κομπασμός]]» ([[πρβλ]]. [[πολύκομπος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 17:04, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐκομπος Medium diacritics: ὑψίκομπος Low diacritics: υψίκομπος Capitals: ΥΨΙΚΟΜΠΟΣ
Transliteration A: hypsíkompos Transliteration B: hypsikompos Transliteration C: ypsikompos Beta Code: u(yi/kompos

English (LSJ)

ον, boasting, arrogant, Eust.1687.49. Adv. ὑψῐ-πως S.Aj.766.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
orgueilleux, arrogant.
Étymologie: ὕψι, κόμπος.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίκομπος: -ον, ὁ μεγάλως κομπάζων, ὑπερήφανος, Εὐστάθ. 1687. 49. Ἐπίρρ., -πως, ὁ δ’ ὑψικόμπως κἀφρόνως ἠμείψατο Σοφ. Αἴ. 766.

Greek Monolingual

-ον, Μ
κομπορρήμων, αλαζόνας.
επίρρ...
ὑψικόμπως Α
με κομπορρημοσύνη, αλαζονικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κόμπος «κομπασμός» (πρβλ. πολύκομπος)].

Greek Monotonic

ὑψίκομπος: -ον, υπερβολικά κομπορρήμων, υπερόπτης, αλαζόνας, επηρμένος, αυθάδης· επίρρ., σε Σοφ.

Middle Liddell

ὑψί-κομπος, ον,
high boasting, arrogant: adv., Soph.

Translations

boastful

Azerbaijani: lovğa; Bulgarian: самохвален; Catalan: vanagloriós; Chinese Mandarin: 自誇的, 自夸的; Finnish: leuhka, öykkärimäinen; French: vantard, fanfaron; Galician: fantoche, vaidoso; German: prahlerisch, stolz; Ancient Greek: ἀλαζονίας, ἀλαζονικός, ἀλαζών, αὐχαλέος, αὐχήεις, αὐχηματίας, αὐχητής, γαύρηξ, γλωσσοκηλόκομπος, Θράσων, καυχηματίας, καυχηματικός, καυχήμων, καυχητής, κομπαστής, κομπαστικός, κομπολακύθης, κομπός, κομπῶδες, κομπώδης, μεγάλαυχος, μεγαλήγορος, μεγαλόφρων, μεγαυχής, περιαυτολογικός, στόμαργος, ὑπέραυχος, ὑπερήφανος, ὑπέρφρων, ὑψαγόρας, ὑψήγορος, ὑψηλόφρων, ὑψίκομπος, φίλαυχος; Hungarian: dicsekvő, hencegő, kérkedő; Irish: mórfhoclach; Japanese: 自慢する, 自慢に満ちた; Latin: iactans; Latvian: lielīgs; Macedonian: фалбаџиски; Maori: pākiwaha; Mongolian: бардам; Plautdietsch: grootfrätich, puchsch; Portuguese: orgulhoso; Russian: хвастливый, гордый; Scottish Gaelic: bragail; Serbo-Croatian Cyrillic: хвалисав, самохвалисав; Roman: hvalisav, samohvalisav; Spanish: jactancioso, fachendoso; Swedish: skrytsam; Tagalog: hambog, mahangin, pasikat; Yakut: бардам