θολερός: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tholeros
|Transliteration C=tholeros
|Beta Code=qolero/s
|Beta Code=qolero/s
|Definition=ά, όν, ([[θολός]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[muddy]], [[foul]], [[turbid]], opp. [[καθαρός]] or [[λαμπρός]], prop. of [[troubled]] [[water]], <span class="bibl">Hdt.4.53</span>, Hp.Aër.8, <span class="bibl">Th.2.102</span>; θ. καὶ [[πηλώδης]] <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>113b</span>: metaph., λαμπρὸν δὲ θολερῷ δῶμα συμμείξας <span class="bibl">E. <span class="title">Supp.</span>222</span>; θ. οὖρα <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>1.7</span>; ἀήρ <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>58d</span> (Sup. <b class="b3">θολερώτατος</b>); αἷμα <span class="bibl">Arist.<span class="title">Somn.Vig.</span>458a14</span> (Sup.); χυμοί <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>6.3.4</span> (Comp.); νεφέλαι <span class="title">AP</span>9.277 (Antiphil.): χρώς <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>14.9</span>; πλίνθος <span class="bibl">Theoc.16.62</span>; δύσμορφον ἡ ὗς καὶ θολερόν Plu.2.670a. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">θ. πνεῦμα</b> dub. l. in <span class="bibl">Hp. <span class="title">Prorrh.</span>1.39</span> (v. [[θαλερός]]). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> metaph., [[troubled]] by [[passion]] or [[madness]], <b class="b3">θολεροὶ λόγοι</b> [[troubled]] words of [[passion]] (compared to a [[torrent]]), <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>885</span> (anap.); <b class="b3">θολερῷ χειμῶνι νοσήσας</b> with [[turbid]] [[storm]] of [[madness]], <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>206</span> (anap.); <b class="b3">θολερῷ κυνόδοντι</b> with [[passionate]] [[tooth]], <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>130</span> codd. ([[θαλερῷ]] cj. Schneider). Adv. [[θολερῶς]] dub. in <span class="title">Com.Adesp.</span>865.</span>
|Definition=ά, όν, ([[θολός]])<br><span class="bld">A</span> [[muddy]], [[foul]], [[turbid]], opp. [[καθαρός]] or [[λαμπρός]], prop. of [[troubled]] [[water]], Hdt.4.53, Hp.Aër.8, Th.2.102; θ. καὶ [[πηλώδης]] [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 113b: metaph., λαμπρὸν δὲ θολερῷ δῶμα συμμείξας E. ''Supp.''222; θ. οὖρα Hp.''Epid.''1.7; ἀήρ Pl.''Ti.''58d (Sup. <b class="b3">θολερώτατος</b>); αἷμα Arist.''Somn.Vig.''458a14 (Sup.); χυμοί [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 6.3.4 (Comp.); νεφέλαι ''AP''9.277 (Antiphil.): χρώς Ael.''NA''14.9; πλίνθος Theoc.16.62; δύσμορφον ἡ ὗς καὶ θολερόν Plu.2.670a.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">θ. πνεῦμα</b> dub. l. in Hp. ''Prorrh.''1.39 (v. [[θαλερός]]).<br><span class="bld">II</span> metaph., [[troubled]] by [[passion]] or [[madness]], <b class="b3">θολεροὶ λόγοι</b> [[troubled]] words of [[passion]] (compared to a [[torrent]]), A.''Pr.''885 (anap.); <b class="b3">θολερῷ χειμῶνι νοσήσας</b> with [[turbid]] [[storm]] of [[madness]], [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''206 (anap.); <b class="b3">θολερῷ κυνόδοντι</b> with [[passionate]] [[tooth]], Nic.''Th.''130 codd. ([[θαλερῷ]] cj. Schneider). Adv. [[θολερῶς]] dub. in ''Com.Adesp.''865.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:10, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θολερός Medium diacritics: θολερός Low diacritics: θολερός Capitals: ΘΟΛΕΡΟΣ
Transliteration A: tholerós Transliteration B: tholeros Transliteration C: tholeros Beta Code: qolero/s

English (LSJ)

ά, όν, (θολός)
A muddy, foul, turbid, opp. καθαρός or λαμπρός, prop. of troubled water, Hdt.4.53, Hp.Aër.8, Th.2.102; θ. καὶ πηλώδης Pl.Phd. 113b: metaph., λαμπρὸν δὲ θολερῷ δῶμα συμμείξας E. Supp.222; θ. οὖρα Hp.Epid.1.7; ἀήρ Pl.Ti.58d (Sup. θολερώτατος); αἷμα Arist.Somn.Vig.458a14 (Sup.); χυμοί Thphr. CP 6.3.4 (Comp.); νεφέλαι AP9.277 (Antiphil.): χρώς Ael.NA14.9; πλίνθος Theoc.16.62; δύσμορφον ἡ ὗς καὶ θολερόν Plu.2.670a.
2 θ. πνεῦμα dub. l. in Hp. Prorrh.1.39 (v. θαλερός).
II metaph., troubled by passion or madness, θολεροὶ λόγοι troubled words of passion (compared to a torrent), A.Pr.885 (anap.); θολερῷ χειμῶνι νοσήσας with turbid storm of madness, S.Aj.206 (anap.); θολερῷ κυνόδοντι with passionate tooth, Nic.Th.130 codd. (θαλερῷ cj. Schneider). Adv. θολερῶς dub. in Com.Adesp.865.

German (Pape)

[Seite 1214] (θολός), kothig, schlammig, schmutzig; zunächst von verunreinigtem, trübem Wasser, τὸ ῥεῦμα, Thuc. 2, 102; θολ. καὶ πηλώδης ποταμός Plat. Phaed. 113 a; ὕδατος θολερὰν καὶ βαθεῖαν ἀνάπνευσιν Tim. 92; τὸ θολερόν, dem καθαρὸν ὕδωρ entggstzt, Ath. VII, 298 b. Auch θολερώτατος ἀήρ, trübe, neblig, Plat. Tim. 58 d, wie νεφέλαι Antiphil. 31 (IX, 277); οὖρον Hippocr. Uebh. unrein, schmutzig, προσώπου χρῶτα Ael. H. A. 14, 9; sprichwörtl. ὕδατι νίζεινθολερὰν πλίνθον Theocr. 16, 62; τὸ θολερὸν περὶ τὴν δίαιταν τοῦ θρέμματος, die Unreinlichkeit, Plut. Symp. 4, 5, 2. – Uebtr., λαμπρὸν δὲ θολερῷ δῶμα συμμίξας τὸ σὸν ἥλκωσας οἴκους Eur. Suppl. 222; beunruhigt, verwirrt, λόγοι, durch Leidenschaft getrübte, verwirrte Reden, Aesch. Prom. 887; Αἴας θολερῷ κεῖται χειμῶνι νοσήσας Soph. Ai. 205, in Sinnesverwirrung erkrankt.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
1 bourbeux ; trouble;
2 p. ext. sale;
3 fig. troublé, égaré (par la passion ou la folie).
Étymologie: θολός.

Russian (Dvoretsky)

θολερός:
1 мутный, илистый, непрозрачный (ῥεῦμα Thuc., Plut.; ποταμός Her., Plat.; ὕδωρ Plat., Arst.): ὕδατι νίζειν θολερὰν διαειδέϊ πλίνθον погов. Theocr. прозрачной водой мыть непрозрачный кирпич, т. е. трудиться без пользы (ср. лат. lavare laterem);
2 туманный, мглистый (ἀήρ Plat., Plut.);
3 темный, мрачный, густой (νεφέλαι Anth.);
4 грязный, нечистоплотный (ὗς Plut.);
5 перен. нечистый, порочный (δῶμα Eur.);
6 спутанный, взволнованный, сбивчивый (λόγοι Aesch.; λογισμός Plut.): θ. χειμών Soph. спутанность мыслей, умопомешательство.

Greek (Liddell-Scott)

θολερός: -ά, -όν, (θολός) πλήρης ἰλύος, λασπώδης, πυκνός, τεταραγμένος, ἀντίθετον τῷ καθαρὸς ἢ λαμπρός, κυρίως ἐπὶ τεταραγμένου ὕδατος, Ἡρόδ. 4. 53, Ἱππ. π. Ἀέρ. 285, Θουκ. 2. 102· θ. καὶ πηλώδης Πλάτ. Φαίδ. 113Α· οὕτω, μεταφ., λαμπρὸν δὲ θολερῷ σῶμα συμμίξας Εὐρ. Ἱκέτ. 222· ὡσαύτως, θολ. αὕρα Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 945· ἀὴρ Πλάτ. Τιμ. 58D ἐν τῷ Ὑπερθ. -ώτατος)· αἷμα Ἀριστ. π. Ὕπν. 3. 27· νεφέλαι Ἀνθ. ΙΙ. 9. 277· χρὼς Αἰλ. π. Ζ. 14. 9· λίθος Θεόκρ. 16. 62· Συγκρ. -ώτερος, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 3, 4· - τὸ θολερόν, θολερότης, Πλούτ. 2. 670Α. ΙΙ. μεταφ., ὡς τὸ Λατ. turbidus, τεταραγμένος ἕνεκα πάθους ἢ μανίας, συγκεχυμένος, θολεροὶ λόγοι, τεταραγμένοι λόγοι πάθους, ὀργῆς, Αἰσχύλ. Πρ. 885· θολερῷ χειμῶνι νοσήσας, μὲ τεταραγμένην θύελλαν μανίας, Σοφ. Αἴ. 206· ὀργίλος, ἐξωργισμένος, Νικ. Θηρ. 131. - Ἐπίρρ. -ρῶς, Κωμ. Ἀνών. 131b.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ θολερός, -ά, -όν) θολός
νεοελλ.
1. θολός, ημιδιαφανής, θαμπός
2. σκιερός
3. (εντομ.) το θηλ. ως ουσ. η θολερά
γένος λεπιδόπτερων εντόμων
αρχ.
1. (για υγρά και για ταραγμένο νερό) α) λασπώδης, βορβορώδης, ταραγμένος
β) σκοτεινός, ομιχλώδης, αδιαφανής
γ) ακάθαρτος, ρυπαρός
2. μτφ. ταραγμένος από πάθος ή μανία, συγκεχυμένος («θολεροὶ λόγοι», Σοφ).
3. εξοργισμένος, οργίλος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ θολερόν
η θολερότητα.
επίρρ...
θολερώς και θολερά (Α θολερῶς)
με θολερό τρόπο, σκοτεινά, θαμπά.

Greek Monotonic

θολερός: -ά, -όν (θολός),
I. λασπώδης, θαμπός, μουντζουρωμένος, ταραγμένος, θολός, Λατ. turbidus, κυρίως λέγεται για το νερό, σε Ηρόδ., Θουκ., κ.λπ.
II. μεταφ., θολωμένος εξαιτίας του πάθους ή της τρέλας, θολεροὶ λόγοι, σε Αισχύλ.· θολερῷ χειμῶνι, με θολωμένη θύελλα από μανία, σε Σοφ.

Middle Liddell

θολερός, ή, όν θολός
I. muddy, foul, thick, troubled, Lat. turbidus, properly of water, Hdt., Thuc., etc.
II. metaph. troubled by passion or madness, θολεροὶ λόγοι Aesch.; θολερῷ χειμῶνι with turbid storm of madness, Soph.

English (Woodhouse)

dirty, muddy, turbid

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)