λυσιτελής: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lysitelis
|Transliteration C=lysitelis
|Beta Code=lusitelh/s
|Beta Code=lusitelh/s
|Definition=ές, ([[λύω]] v. <span class="bibl">2</span>, [[τέλος]]) prop. <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[paying for expenses incurred]]: hence, [[useful]], [[profitable]], [[advantageous]], τὸ πρᾶγμά μοι λ. <span class="bibl">Axionic.6.8</span>; οὐδέποτ'… λυσιτελέστερον [[ἀδικία]] [[δικαιοσύνη]]ς <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>354a</span>, cf. <span class="bibl">364a</span>; ἐμπορεύματα λυσιτελέστερα <span class="bibl">X.<span class="title">Hier.</span>9.11</span>; λυσιτελεστάτην ζωὴν ζῆν <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>344e</span>; [[λυσιτελῆ]] [[advantages]], <span class="bibl">Plb.4.38.8</span>; <b class="b3">τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον</b> [[what was most profitable]] in point of money, <span class="bibl">D. 20.13</span>; τὰ λ. καὶ ἀλυσιτελῆ πρός τι Phld.<span class="title">Mus.</span>p.93 K.; κτήσεις λυσιτελέστεραι <span class="bibl">Id.<span class="title">Oec.</span>p.68</span> J. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[cheap]], <span class="bibl">X.<span class="title">Vect.</span>4.30</span>, <span class="bibl">D.H.7.37</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> rarely of persons, [[profitable]], [[advantageous]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>239c</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> Adv. [[λυσιτελῶς]] <span class="bibl">D.S.14.102</span>: Sup. λυσιτελέστατα <span class="bibl">Hdn.3.5.1</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[cheaply]], τοῦ δέοντος πρίασθαι λυσιτελέστερον <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>10.50</span>.</span>
|Definition=λυσιτελές, ([[λύω]] v. 2, [[τέλος]]) prop.<br><span class="bld">A</span> [[paying for expenses incurred]]: hence, [[useful]], [[profitable]], [[advantageous]], τὸ πρᾶγμά μοι λ. Axionic.6.8; οὐδέποτ'… λυσιτελέστερον [[ἀδικία]] [[δικαιοσύνη]]ς [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 354a, cf. 364a; ἐμπορεύματα λυσιτελέστερα X.''Hier.''9.11; λυσιτελεστάτην ζωὴν ζῆν [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 344e; [[λυσιτελῆ]] [[advantages]], Plb.4.38.8; <b class="b3">τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον</b> [[what was most profitable]] in point of money, D. 20.13; τὰ λ. καὶ ἀλυσιτελῆ πρός τι Phld.''Mus.''p.93 K.; κτήσεις λυσιτελέστεραι Id.''Oec.''p.68 J.<br><span class="bld">2</span> [[cheap]], X.''Vect.''4.30, D.H.7.37.<br><span class="bld">II</span> rarely of persons, [[profitable]], [[advantageous]], Pl.''Phdr.''239c.<br><span class="bld">III</span> Adv. [[λυσιτελῶς]] D.S.14.102: Sup. λυσιτελέστατα Hdn.3.5.1.<br><span class="bld">2</span> [[cheaply]], τοῦ δέοντος πρίασθαι λυσιτελέστερον Ael.''NA''10.50.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 10:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡσῐτελής Medium diacritics: λυσιτελής Low diacritics: λυσιτελής Capitals: ΛΥΣΙΤΕΛΗΣ
Transliteration A: lysitelḗs Transliteration B: lysitelēs Transliteration C: lysitelis Beta Code: lusitelh/s

English (LSJ)

λυσιτελές, (λύω v. 2, τέλος) prop.
A paying for expenses incurred: hence, useful, profitable, advantageous, τὸ πρᾶγμά μοι λ. Axionic.6.8; οὐδέποτ'… λυσιτελέστερον ἀδικία δικαιοσύνης Pl.R. 354a, cf. 364a; ἐμπορεύματα λυσιτελέστερα X.Hier.9.11; λυσιτελεστάτην ζωὴν ζῆν Pl.R. 344e; λυσιτελῆ advantages, Plb.4.38.8; τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον what was most profitable in point of money, D. 20.13; τὰ λ. καὶ ἀλυσιτελῆ πρός τι Phld.Mus.p.93 K.; κτήσεις λυσιτελέστεραι Id.Oec.p.68 J.
2 cheap, X.Vect.4.30, D.H.7.37.
II rarely of persons, profitable, advantageous, Pl.Phdr.239c.
III Adv. λυσιτελῶς D.S.14.102: Sup. λυσιτελέστατα Hdn.3.5.1.
2 cheaply, τοῦ δέοντος πρίασθαι λυσιτελέστερον Ael.NA10.50.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
avantageux, utile ; τὸ λυσιτελές ce qui est avantageux;
Cp. λυσιτελέστερος, Sp. λυσιτελέστατος.
Étymologie: λύω, τέλος.

German (Pape)

[ῡ], ές, eigtl. die aufgewandten Kosten bezahlend, ersetzend, vgl. λύειν τέλη; dah. nützlich, vorteilhaft, λυσιτελέστερον ἀδικία δικαιοσύνης, Plat. Rep. I.354a, öfter; λυσιτελεστάτην ζωὴν ζῆν 344e; ἐμπορεύματα λυσιτελέστερα Xen. Hier. 9.11; vgl. τοῦ δέοντος λυσιτελέστερον πρίασθαι, Ael. H.A. 10.50 und A., von wohlfeilem Preise, vorteilhaftem Einkaufe; – τὸ λυσιτελές, der Nutzen, im plur., Pol. 4.38.8, 13.8.2.
• Adv., DS. 14.102.

Russian (Dvoretsky)

λῡσῐτελής: полезный, выгодный (ἐμπορεύματα Xen.): λυσιτελεστάτην ζωὴν ζῆν Plat. прожить (свою) жизнь наиболее целесообразно; τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον Dem. то, что наиболее выгодно с денежной точки зрения.

Greek (Liddell-Scott)

λῡσιτελής: λυσιτελές, (λύω V, τέλος) κυρίως, ὁ πληρώνων τὰ γινόμενα ἔξοδα, ἴδε Ἑρμηνευτ. εἰς Πλάτ. Κρατ. 417C· ἐντεῦθεν, χρήσιμος, ὠφέλιμος, ἐπωφελής, ἐπικερδής, τὸ πρᾶγμά μοι λ. Ἀξιόνικ. ἐν «Χαλκιδικῷ» 1. 8· οὐδέποτ’... λυσιτελέστερον ἀδικία δικαιοσύνης Πλάτ. Πολ. 354A, πρβλ. 364A· ἐμπορεύματα λυσιτελέστερα Ξεν. Ἱέρ. 9, 11· λυσιτελεστάτην ζωὴν ζῆν Πλάτ. Πολ. 344E· λυσιτελῆ, πλεονεκτήματα, Πολύβ. 4. 38, 8· τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον, ὅ,τι ἦτο ὠφελιμώτατον ὡς πρὸς τὰ χρήματα, Δημ. 461. 2. 2) εὐθηνός, Ξεν. Πόροι 4, 30, Διον. Ἁλ. 7. 37. ΙΙ. σπανίως ἐπὶ προσώπων, Πλάτ. Φαῖδρ. 239C. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. λυσιτελῶς, Διόδ. 14. 102· Ὑπερθ. λυσιτελέστατα, Ἡρῳδιαν. 3. 5. 2) εὐθηνά, τοῦ δέοντος πρίασθαι λυσιτελέστερον Αἰλ. π. Ζ. 10. 50.

Greek Monolingual

-ες (Α λυσιτελής, λυσιτελές)
ωφέλιμος, επωφελής, χρήσιμος (α. «λυσιτελής επιχείρηση» β. «οὐδέποτ' ἄρα... λυσιτελέστερον ἀδικία δικαιοσύνης», Πλάτ.)
αρχ.
1. αυτός που πληρώνει τις τρέχουσες δαπάνες
2. (σπαν. για πρόσ.) ενεργητικός
3. φθηνός
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λυσιτελῆ
τα πλεονεκτήματα.
επίρρ...
λυσιτελώς (Α λυσιτελῶς)
κατά συμφέροντα τρόπο
αρχ.
φθηνότερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + -τελής (< τέλος), πρβλ. αρτιτελής, δημοτελής].

Greek Monotonic

λῡσιτελής: -ές (λύω V, τέλος
1. αυτός που πληρώνει τα οφειλόμενα, τα ἔξοδα· απ' όπου, χρήσιμος, επωφελής, ωφέλιμος, επικερδής, σε Πλάτ.· τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον, οτιδήποτε ήταν ωφελιμώτατο ως προς τα χρήματα, σε Δημ.
2. φθηνός, σε Ξεν.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: useful, profitable, advantageous
Derivatives: λυσιτελέω be profitable, useful (IA.), λυσιτέλεια profit, advantage.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Prop. "paying the costs", governing comp. of λύειν and τὰ τέλη. Cf. v. Straub Philol. 70, 157ff.

Middle Liddell

λῡσι-τελής, ές [λύω V, τέλος
1. paying what is due: hence, useful, profitable, advantageous, Plat.; τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον what was most profitable in point of money, Dem.
2. cheap, Xen.

Frisk Etymology German

λυσιτελής: {lusitelḗs}
Meaning: vorteilhaft, nützlich, preiswert
Derivative: mit λυσιτελέω vorteilhaft sein, nützen (ion. att.), λυσιτέλεια Vorteil, Nutzen, Ertrag.
Etymology: Eig. "die Kosten einlösend, einbringend, tilgend", verbales Rektionskomp. von λύειν τὰ τέλη. Vgl. v. Straub Philol. 70, 157ff.
Page 2,146-147

English (Woodhouse)

profitable

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

useful

Afrikaans: nuttig; Albanian: dobishëm; Arabic: مُفِيد‎, نَافِع‎; Egyptian Arabic: مفيد‎; Asturian: útil; Azerbaijani: lazımlı, faydalı, xeyirli; Belarusian: карысны; Bengali: ব্যবহারযোগ্য; Bulgarian: полезен; Catalan: útil; Chinese Cantonese: 有用; Mandarin: 有用, 實用, 实用; Czech: užitečný; Danish: nyttig, tjenlig; Dutch: nuttig, bruikbaar, dienstig; Esperanto: utila; Estonian: kasulik; Faroese: nýttigur; Finnish: hyödyllinen, käytännöllinen; French: utile; Galician: útil; Georgian: სასარგებლო, მარგებელი, გამოსადეგი, ვარგისი; German: nützlich; Gothic: 𐌱𐍂𐌿𐌺𐍃, 𐍅𐌰𐌿𐍂𐍃𐍄𐍅𐌴𐌹𐌲𐍃; Greek: χρήσιμος; Ancient Greek: ἄρκιος, ἐπιτάδειος, ἐπιτήδειος, ἐπιτήδεος, κράγυος, κρήγυος, λυσιτελής, ξύμφορος, ὄνειος, ὀνήσιμος, ποτίφορος, πρὸ ἔργου, πρόσφορος, προὔργου, σύμφορος, χρεῖος, χρήσιμος, χρηστήριος, χρηστικός, χρηστός, ὠφελήσιμος, ὠφέλιμος; Haitian Creole: itil; Hebrew: שִׁמּוּשִׁי‎, מוֹעִיל‎; Hindi: उपयोगी, उपकारी; Hungarian: hasznos; Icelandic: gagnlegur; Ido: utila; Indonesian: berguna; Irish: úsáideach, acrach; Italian: utile; Japanese: 有用, 便利, 役に立つ; Kabuverdianu: jeitozu; Korean: 유용하다, 도움이 되다; Kurdish Central Kurdish: بەسوود‎, بەکەڵک‎, بە دەسد‎; Lao: ທົ່ວໄປ; Latin: utilis; Latvian: derīgs; Lithuanian: naudingas; Luxembourgish: sënnvoll; Malay: berguna; Maori: whaihua; Mongolian: хэрэгтэй; Norwegian: nyttig; Bokmål: tjenlig; Nynorsk: tenleg; Occitan: util; Old English: nytt; Papiamentu: útil; Persian: سودمند‎, مفید‎; Plautdietsch: deenstboa, nutzboa; Polish: pożyteczny, przydatny, użyteczny; Portuguese: útil; Romanian: util, folositor, trebuincios or; Russian: полезный, пригодный, практичный, нелишний; Scottish Gaelic: goireasach; Serbo-Croatian: koristan; Cyrillic: употрѐбљив; Roman: upotrèbljiv; Slovak: užitočný; Slovene: uporaben; Southern Altai: тузалу; Spanish: útil; Swahili: faida; Swedish: nyttig, användbar, tjänlig; Tagalog: makabuluhan, may bisa; Telugu: ఉపయోగకరము; Thai: ประโยชน์; Turkish: faydalı, yararlı; Tuvaluan: aogaa; Ukrainian: корисний; Uyghur: bolmaq; Vietnamese: có ích; Welsh: buddiol; West Frisian: nuttich; Westrobothnian: tjenli; Yiddish: נוציק‎, נוצלעך‎, ניצלעך‎