φωλάς: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=folas
|Transliteration C=folas
|Beta Code=fwla/s
|Beta Code=fwla/s
|Definition=άδος, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[lurking in a hole]], [[ἀραχναίη]], [[σίλφη]], <span class="title">AP</span>9.233 (Eryc.), <span class="bibl">251</span> (Even.), etc.: of the bear, [[lying torpid in its cave]], <span class="bibl">Theoc.1.115</span>, <span class="title">Hymn.Is.</span>46; metaph., of a [[shy]] maiden (opp. [[πόρνη]]), φωλάδα παρθενικήν <span class="title">AP</span>11.34 (Phld.); <b class="b3">ἀγκύρας φωλάδας</b>, of anchors [[buried in the sand]], ib.<span class="bibl">10.2</span> (Antip.Sid.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> as [[substantive]], a mollusc [[that makes holes in stones]], [[Lithodomus]], <span class="bibl">Ath. 3.88a</span>: Hsch. has [[φωλαΐδες]], from a confusion of [[φωλάδες]] and [[φωλίδες]]. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[full of holes]] or [[lurking places]], πέτρη <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>1.163</span>; ὕλη <span class="bibl">6.270</span>, <span class="bibl">22.116</span>; <b class="b3">ἔκθορε φωλάδος κοίτης</b>, of a lion, <span class="bibl">Babr.82.3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> <b class="b3">φωλάς· εἶδος νόσου</b> (i.e. = [[φωλεία]] ''1''), Suid.</span>
|Definition=φωλάδος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[lurking in a hole]], [[ἀραχναίη]], [[σίλφη]], ''AP''9.233 (Eryc.), 251 (Even.), etc.: of the bear, [[lying torpid in its cave]], Theoc.1.115, ''Hymn.Is.''46; metaph., of a [[shy]] maiden (opp. [[πόρνη]]), φωλάδα παρθενικήν ''AP''11.34 (Phld.); <b class="b3">ἀγκύρας φωλάδας</b>, of anchors [[buried in the sand]], ib.10.2 (Antip.Sid.).<br><span class="bld">2</span> as [[substantive]], a mollusc [[that makes holes in stones]], [[Lithodomus]], Ath. 3.88a: [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] has [[φωλαΐδες]], from a confusion of [[φωλάδες]] and [[φωλίδες]].<br><span class="bld">II</span> [[full of holes]] or [[lurking places]], πέτρη [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 1.163; ὕλη 6.270, 22.116; <b class="b3">ἔκθορε φωλάδος κοίτης</b>, of a lion, Babr.82.3.<br><span class="bld">III</span> <b class="b3">φωλάς· εἶδος νόσου</b> (i.e. = [[φωλεία]] ''1''), Suid.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φωλάς Medium diacritics: φωλάς Low diacritics: φωλάς Capitals: ΦΩΛΑΣ
Transliteration A: phōlás Transliteration B: phōlas Transliteration C: folas Beta Code: fwla/s

English (LSJ)

φωλάδος, ἡ,
A lurking in a hole, ἀραχναίη, σίλφη, AP9.233 (Eryc.), 251 (Even.), etc.: of the bear, lying torpid in its cave, Theoc.1.115, Hymn.Is.46; metaph., of a shy maiden (opp. πόρνη), φωλάδα παρθενικήν AP11.34 (Phld.); ἀγκύρας φωλάδας, of anchors buried in the sand, ib.10.2 (Antip.Sid.).
2 as substantive, a mollusc that makes holes in stones, Lithodomus, Ath. 3.88a: Hsch. has φωλαΐδες, from a confusion of φωλάδες and φωλίδες.
II full of holes or lurking places, πέτρη Nonn. D. 1.163; ὕλη 6.270, 22.116; ἔκθορε φωλάδος κοίτης, of a lion, Babr.82.3.
III φωλάς· εἶδος νόσου (i.e. = φωλεία 1), Suid.

German (Pape)

[Seite 1321] άδος, ἡ, = φωλεύουσα, im Lager, Hinterhalt liegend, sich versteckt haltend, auflauernd, Höhlen oder Schlupfwinkel habend, in welchen man sich verbergen kann; σίλφη Euen. 16 (IX, 251); παρθενικὴ φωλάς Philodem. 22 (XI, 34); ἀραχναίη Eryc. 9 (IX, 233); ἄρκτος Theocr. 1, 115, den Winterschlaf haltend. Auch κοίτη, Babr. 82, 3. – Als substant. eine Schnecken- oder Muschelart, Hices. bei Ath. III, 88 a.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
situé dans une cavité.
Étymologie: φωλεός.

Russian (Dvoretsky)

φωλάς: άδος adj. f живущая в норе, прячущаяся в пещере (ἄρκτος Theocr.; σίλφη, ἀραχναίη Anth.): φ. κοιτή Babr. подземное логовище; ἄγκυρα φ. Anth. зарывшийся в землю якорь; φ. παρθενική Anth. публичная женщина.

Greek (Liddell-Scott)

φωλάς: -άδος, ἡ, = φωλεύουσα, διαμένουσα ἐν φωλεᾷ ἢ ὀπῇ, Ἀνθ. Παλατ. 9. 233, 251, κλπ.· ἐπὶ τῆς ἄρκτου διαμενούσης ἐν νάρκῃ ἐντὸς τοῦ σπηλαίου αὐτῆς, Θεόκρ. 1. 115· μεταφ. ἐπὶ πόρνης, φωλάδα παρθενικὴν Ἀνθ. Παλατ. 11. 34· ἀγκύρας φωλάδας, ἐπὶ ἀγκυρῶν κεχωσμένων ἐντὸς τῆς ἄμμου, αὐτόθι 10. 2. 2) ὡς οὐσιαστ., θαλάσσιόν τι ζῷον ἐκ τοῦ εἴδους τῶν μαλακίων, ὃ ἀνοίγει ὀπὰς ἐν λίθοις, Lithodomus κατὰ Cuvier, Ἀθήν. 88Α, Ἡσύχ. ΙΙ. πλήρης ὀπῶν ἢ φωλεῶν, πέτρη, ὕλη Νόνν.· ἔκθορε φωλάδος κοίτης, ἐπὶ λέοντος, Βαβρ. 82. 3. ΙΙΙ. = φωλεία, Σουΐδ.

Greek Monolingual

-άδος, η, ΝΜΑ, και φολάς Ν
ζωολ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, θαλάσσιων δίθυρων μαλακίων, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας φωλαδίδες, με ευρέως διαδεδομένα, κυρίως παράκτια, είδη, ικανά να ανοίγουν τρύπες και να ζουν χωμένα μέσα σε μαλακούς βράχους, σε τύρφη, σε ξύλο, σε συμπαγή λάσπη ή σε άλλα όστρακα
νεοελλ.
1. ζωολ. το λιθώδες τμήμα της μεμβράνης η οποία περιβάλλει τους πολύποδες τών κοραλλιών
2. σωρεία ή αποικία πολλών πολυπόδων
μσν.-αρχ.
(με σημ. επιθ.)
1. (για ζώο) αυτή που παραμένει κρυμμένη μέσα σε φωλιά («φωλάδες άρκτοι» — αρκούδες που βρίσκονται σε κατάσταση χειμέριας νάρκης μέσα σε σπήλαια, Θεόκρ.)
2. γεμάτη οπές ή φωλιές («φωλὰς πέτρη», Νόνν.)
αρχ.
1. μτφ. ντροπαλό κορίτσι («συζεύξατέ μοι φωλάδα παρθενικήν», Ανθ. Παλ.)
2. (κατά το λεξ. Σούδα) χειμέρια νάρκη, φωλεία
3. φρ. «ἀγκύρας φωλάδας» — άγκυρες χωμένες μέσα στην άμμο (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωλ-εός / φωλ-εά + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. θαμνάς). Ο τ. φολάς της Νέας Ελληνικής αποτελεί εσφ. μεταφορά του αντιδάνειου επιστημον. όρου, πρβλ. νεολατ. phōlas].

Greek Monotonic

φωλάς: -άδος, ἡ,
I. = φωλεύουσα, αυτή που διαμένει σε τρύπα, σε Ανθ.· λέγεται για την αρκούδα, αυτή διαμένει ναρκωμένη μέσα στη σπηλιά της, σε Θεόκρ.
II. γεμάτη με κρυψώνες, σε Βάβρ.

Middle Liddell

φωλάς, άδος, = φωλεύουσα]
I. lurking in a hole, Anth.; of the bear, lying torpid in its cave, Theocr.
II. full of lurking places, Babr.